Ο ένας είναι να παίρνεις φτηνό κακής ποιότητας Ουίσκι, να το αραιώνεις και να το πουλάς. | One is to take cheap rotgut whiskey, dilute it and sell it. |
Το νερό απλά αραιώνει την γεύση. | Water just dilutes the flavor. |
Μπήκα κρυφά στο δωμάτιο της 'ντι και πρόσθεσα νερό στο φάρμακό της, το αραίωσα, έτσι ώστε να να μην έχει αποτέλεσμα. | I snuck into Andie's room and added water to her medicine, diluted it, so it wouldn't work anymore. |
Εννοείτε πως...το αραίωνε; | You mean...she was diluting it? |
Θα μπορούσες να κερδίσεις πολλά χρήματα αραιώνοντας το, χωρίς κανείς να το προσέξει. | You could have saved a lot of money diluting this without anyone the wiser. |
Συνεχίζουν να ζευγαρώνουν με άλλα είδη... "αραιώνοντας" διαρκώς το πολύτιμο δαιμονικό μας αίμα... με την αδύναμη, προσποιητή ανθρωπιά τους. | They keep cross-breeding forever diluting our precious demon blood with their weak, simpering humanity. |
Μέχρι να βρεθεί το πτώμα σου, το υδατοδιαλυτό φάρμακο που σου έδωσα θα έχει αραιώσει αρκετά, ώστε να μην ανιχνεύεται στο σώμα σου. | By the time your corpse is found the water soluble drug you took will be diluted enough and won't be detected inside your body. |