"Η χαρά με καλεί", "αλλά η θλίψη είναι μεγάλη που σας αποχωρίζομαι". | "O, that a joy past joy calls out on me, that it were a grief, so brief to part with thee." |
Μου το πήρε ο συγχωρεμένος ο αντρας μου... και σπαράζει η καρδιά μου που το αποχωρίζομαι. Καλά, καλά. | My late husband got it for me, and I really hate to part with it, you know? |
Το αποχωρίζομαι με πόνο ψυχής! | It's killing me to part with it now. |
Πώς μπορείς και το αποχωρίζεσαι; | How can you part with it? |
Οι πέντε βασικοί τύποι εξαθλίωσης που εγγυημένα συγκινούν την ανθρώπινη καρδιά και φέρνουν τον άνθρωπο σ' εκείνη την αφύσική κατάσταση όπου με τη θέλησή του αποχωρίζεται τα χρήματά του! | The five basic types of misery guaranteed to move the human heart and induce in a man that unnatural state in which he willingly parts with his money. |
Έτσι έμαθα πώς να πείθω ανθρώπους, να αποχωρίζονται τα χρήματα τους. | And I learned how to influence people to part with their money. |
- Βλέπω να μην επιθυμείτε να την αποχωριστείτε. | - I see you do not mean to part with her. |
Ίσως να αποχωριστείτε... μιά απο τις πολύτιμες κόρες σας, αντί για χρυσάφι | Perhaps you'll part with... one of your precious daughters, instead of gold. |
Όλοι. Οι δικοί μου, οι δικοί σου... και ότι πολύτιμα έχετε σ' αυτό το σπίτι που δεν αντέχετε να αποχωριστείτε. | My people, your people, and whatever bits of precious you got in this house you can't bear to part with. |
Δεν μπορείτε να αποχωριστείτε το υποπόδιο Αμενοτέπ; | You still won't part with the Amenhotep footstool? |
Μπορώ να κατανοήσω την απροθυμία σας να το αποχωριστείτε. | I can understand your reluctance to part with them. |