Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αποχλωριώνω (incinerate) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αποχλωριώνω
αποχλωριώνεις
αποχλωριώνει
αποχλωριώνουμε
αποχλωριώνετε
αποχλωριώνουνε
Future tense
θα αποχλωριώσω
θα αποχλωριώσεις
θα αποχλωριώσει
θα αποχλωριώσουμε
θα αποχλωριώσετε
θα αποχλωριώσουνε
Aorist past tense
αποχλωρίωσα
αποχλωρίωσες
αποχλωρίωσε
αποχλωριώσαμε
αποχλωριώσατε
αποχλωρίωσαν
Past cont. tense
αποχλωρίωνα
αποχλωρίωνες
αποχλωρίωνε
αποχλωριώναμε
αποχλωριώνατε
αποχλωρίωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
αποχλωρίωνε
αποχλωριώνετε
Perfective imperative mood
αποχλωρίωσε
αποχλωριώστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'incinerate':

None found.