Και δεν αποτεφρώνεις όποιον κοιτάξεις με την θερμική σου όραση, έτσι; | and you don't exactly incinerate everyone you look at with your heat-vision thing. |
Από τα βάθη των ξεχασμένων σκιών... Δεν πρόκειται να καθίσω εδώ ενώ η Γουίλοου αποτεφρώνει αυτό που εγώ έχω επιλεχθεί να προστατεύω. | From the pit of forgotten shadows... l'm not sitting here while Willow incinerates what l'm chosen to protect. |
Η ζελατίνη κολλάει σε οτιδήποτε και και το καύσιμο το αποτεφρώνει. | The gelatin sticks to everything, the fuel incinerates it. |
Η σύγκρουση τους αποτεφρώνει σχεδόν ολοκληρωτικά. | The collision almost completely incinerates them. |
Αλλά πρώτα κόβουμε χέρια και πόδια και τα αποτεφρώνουμε. | First we remove his hands and his feet, which we incinerate. |
Αφότου ανακαλύψαμε την φωτιά αρχίσαμε να αποτεφρώνουμε τα δάση σκόπιμα για να καθαρίσουμε τη γη με μια διαδικασία που ονομάζεται καλλιεργητικό σύστημα "κοπής και καύσης". | After we discovered fire we began to incinerate forests intentionally to clear the land by a process called "slash and burn" agriculture. |
Πρέπει να τους σκοτώνουμε, όμως, να τους αποτεφρώνουμε. | But we must kill them. We must incinerate them. |
Ότι αποτέφρωσες την όμορφη βοηθό σου. | You incinerated your beautiful assistant. |
Αν κάποιος ρωτήσει ποτέ, η ηλιακή έκλαμψη το αποτέφρωσε. | if anyone ever asks, the solar flare incinerated it. |
Είναι ο άνθρωπος που αποτέφρωσε τρεις νεαρές γυναίκες. | This is a man who incinerated three young women. |
Η ανατίναξη αποτέφρωσε τα δέντρα σε μια ακτίνα 30 χιλιομέτρων. | The blast incinerated trees in a 30 KM radius. |
Και όποιος σκότωσε τον Φόστερ, αποτέφρωσε το μέρος για να μη βρούμε τίποτα. | And whoever killed Foster incinerated the place so we wouldn't find anything. |
Οτιδήποτε τον αποτέφρωσε, πρέπει να ήταν πολύ δυνατό και γρήγορο. | Whatever incinerated this man burned very hot and very fast. |
Τον αποτεφρώσαμε στο Έσελον. -Γαμώτο, Τζουλς. | We incinerated it at Echelon. |
- Δύο φορές σε μία βδομάδα, οι πυρκαγιές ήταν τόσο έντονες που αποτέφρωσαν τα κόκκαλα και έκαψαν την σάρκα. | - Twice in one week, fires so intense they cremated bone and incinerated flesh. |
Το ξέρεις τόσο καλά όσο εγώ. Οι οργανισμοί που αποτέφρωσαν αυτοί οι ηλίθιοι ήταν η τελευταία γενιά. | The organism that those idiots incinerated was the latest generation. |
Παρακαλώ αποτεφρώστε όλα τα υλικά από την Βιβλιοθήκη της Ιστορίας. | Please incinerate all of the materials taken from the Library of History |
Μια βροχή φωτιάς θα κατέβει από πάνω αποτεφρώνοντας όλη τη ζωή στη Γη. | A rain of fire will descend from above incinerating all life on Earth. |
Έτσι θα τους είχαν αποτεφρώσει μετά το θάνατό τους.. | So they would be incinerated after their death. |
Για λίγο πριν το ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ τον πάρει και τον αποτεφρώσει. | Briefly before the CDC removed and incinerated him. |
Η Δίωξη τα έχει αποτεφρώσει ήδη. | The DEA incinerated it already. |