Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αποσκελετώνομαι (disambiguate) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αποσκελετώνομαι
αποσκελετώνεσαι
αποσκελετώνεται
αποσκελετωνόμαστε
αποσκελετώνεστε
αποσκελετώνονται
Future tense
θα αποσκελετωθώ
θα αποσκελετωθείς
θα αποσκελετωθεί
θα αποσκελετωθούμε
θα αποσκελετωθείτε
θα αποσκελετωθούν
Aorist past tense
αποσκελετώθηκα
αποσκελετώθηκες
αποσκελετώθηκε
αποσκελετωθήκαμε
αποσκελετωθήκατε
αποσκελετώθηκαν
Past cont. tense
αποσκελετωνόμουν
αποσκελετωνόσουν
αποσκελετωνόταν
αποσκελετωνόμαστε
αποσκελετωνόσαστε
αποσκελετώνονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
αποσκελετώνου
αποσκελετώνεστε
Perfective imperative mood
αποσκελετώσου
αποσκελετωθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'disambiguate':

None found.