Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αποπωματίζω (deactivate) conjugation

Greek

Conjugation of αποπωματίζω

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αποπωματίζω
I deactivate
αποπωματίζεις
you deactivate
αποπωματίζει
he/she does deactivate
αποπωματίζουμε
we deactivate
αποπωματίζετε
you all deactivate
αποπωματίζουν
they deactivate
Future tense
θα αποπωματίσω
I will deactivate
θα αποπωματίσεις
you will deactivate
θα αποπωματίσει
he/she will deactivate
θα αποπωματίσουμε
we will deactivate
θα αποπωματίσετε
you all will deactivate
θα αποπωματίσουν
they will deactivate
Aorist past tense
αποπωμάτισα
I deactivateed
αποπωμάτισες
you deactivateed
αποπωμάτισε
he/she deactivateed
αποπωματίσαμε
we deactivateed
αποπωματίσατε
you all deactivateed
αποπωμάτισαν
they deactivateed
Past cont. tense
αποπωμάτιζα
I was deactivateing
αποπωμάτιζες
you were deactivateing
αποπωμάτιζε
he/she was deactivateing
αποπωματίζαμε
we were deactivateing
αποπωματίζατε
you all were deactivateing
αποπωμάτιζαν
they were deactivateing
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
αποπωμάτιζε
be deactivateing
αποπωματίζετε
deactivate
Perfective imperative mood
αποπωμάτισε
deactivate
αποπωματίστε
deactivate

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'deactivate':

None found.