Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αποκοιμάμαι (fall asleep) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αποκοιμάμαι
αποκοιμάσαι
αποκοιμάται
αποκοιμόμαστε
αποκοιμάστε
αποκοιμούνται
Future tense
θα αποκοιμηθώ
θα αποκοιμηθείς
θα αποκοιμηθεί
θα αποκοιμηθούμε
θα αποκοιμηθείτε
θα αποκοιμηθούν
Aorist past tense
αποκοιμήθηκα
αποκοιμήθηκες
αποκοιμήθηκε
αποκοιμηθήκαμε
αποκοιμηθήκατε
αποκοιμήθηκαν
Past cont. tense
αποκοιμόμουν
αποκοιμόσουν
αποκοιμόταν
αποκοιμόμαστε
αποκοιμόσαστε
αποκοιμόνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
αποκοιμάστε
Perfective imperative mood
αποκοιμήσου
αποκοιμηθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'fall asleep':

None found.