Δεν ήθελα να αποθαρρύνω την ατομικότητά της. | l didn't want to discourage her individuality. |
Νόμιζα ότι μου είπες να τον αποθαρρύνω. | I thought you told me to discourage him. |
Ως ψυχολόγος σας, το δικό μου χρέος είναι να σας αποθαρρύνω. | As your psychologist my responsibility is to discourage you. |
Συνήθως αποθαρρύνω το αλκοόλ στις πρόβες. | I tend to discourage alcohol in rehearsals. |
Κάνω ό,τι μπορώ για να τους αποθαρρύνω. | I do what I can to discourage them. |
Όττο, δεν πρέπει να αποθαρρύνεις το αγόρι. | Otto, you must not discourage the boy. |
Αλλά... θα ήμουν πολύ χαρούμενη αν αποθαρρύνεις τη σχέση. | But... I would be very happy if you'd discourage the relationship. |
Να το παρακάνεις και να αποθαρρύνεις τον επόμενο Τσάρλι Πάρκερ ώστε να τα παρατήσει; | You know, maybe you go too far and you discourage the next Charlie Parker... - ...from ever becoming Charlie Parker. |
Επιδιορθώνω. Μαμά, μην αποθαρρύνεις τον Τζορτζ, ιδιαίτερα τώρα. | Momma, don't discourage George right now. |
Για χάρη μου και των Κέλι Κέλι, και των δίδυμων λεσβιακών αδερφών τους, που δεν έχω αναφερθεί ακόμα, να την αποθαρρύνεις Τομ. | For the sake of me and Kelly and Kelly and their gay twin sisters who I haven't even told you about yet, you discourage her, Tom. |
Γι'αυτό, αποθαρρύνουμε τέτοιου είδους σχέσεις. | So for that reason we strongly discourage such relationships from forming. |
Να τους αποθαρρύνουμε να πάρουν τη λάθος απόφαση. | To discourage them from making the Wrong decision, if they're unequally yoked. |
Ας το αποθαρρύνουμε. | - Let's discourage it. |
Κε και κα Μικρούλη, προσπαθούμε να αποθαρρύνουμε τα ζευγάρια να υιοθετούν παιδιά διαφορετικά από το δικό τους είδος. | Mr. and Mrs. little, we try to discourage couples from adopting children outside their own species. |
Σίγουρα δεν θέλουμε να αποθαρρύνουμε όσους γυμνάζονται ή να υποβιβάσουμε την αξία της γυμναστικής στην υγεία, αλλά δεν θα στηρίξουμε τη θεραπεία της παχυσαρκίας εξολοκλήρου στη γυμναστική. | We certainly don't want to discourage people from exercising or underplay the importance of physical activity to health, but we are not gonna exercise our way out of this obesity problem. |
Θα αποθαρρύνουν τη διαφωνία όταν δεν πάει με τα πράγματα που θέλω. | I discourage dissent when it doesn't go with the things that I want. |
Για να αποθαρρύνουν τις ενοικιάσεις στο κτίριο. | - To discourage rentals in the building. |
Είναι σχεδιασμένοι να αποθαρρύνουν την ανάπτυξη. | They're actually designed to discourage development. |
Για να μην αναφέρουμε το συμφέρον την Σχολής... η αποφυγή αρνητικών σχολίων του Τύπου που ίσως αποθαρρύνουν μελλοντικούς φοιτητές, οι χορηγίες... | Not to mention the interests of the school: avoiding negative press that might discourage potential students, donating alumni... |
Αφού τα προγράμματά μας δείχνουν στο λαό σας οτι η Αμερική είναι μειονεκτική, συχνά βίαιη και διεφθαρμένη, δε θα τους αποθαρρύνουν από την επιδίωξη των δυτικών αξιών; | If our programming teaches your people that America is imperfect, often violent and prurient, wouldn't that discourage the pursuit of Western values? |
Έχω σας έφερε ένα οπλοστάσιο που θα αποθαρρύνει κανέναν ... από τον τεμαχισμό τους σε επιχειρηματικές μας οπίου. | I've brought you an arsenal that will discourage anyone... from cutting into our opium business. |
Όταν ήθελε να γίνει νοσοκόμα, την αποθάρρυνα. | When she first wanted to become a nurse, I discouraged her |
Και σίγουρα δεν τον αποθάρρυνα, κάτι που δεν είναι δίκαιο ούτε γι' αυτόν, αλλά ούτε και για 'σένα. | And I certainly didn't discourage him, which wasn't fair to him or to you. |
Ο άντρας μου το εύρισκε γλυκό, αλλά εγώ αποθάρρυνα τον Σαμίρ να έχει αυτές τις συνομιλίες. | My husband thought it was sweet, but I discouraged Samir from having these conversations. |
Σε αποθάρρυνα, ενώ τα πήγαινες τέλεια. | No, I... You look discouraged and you're doing great. |
Αλλά ούτε την αποθάρρυνα. | But I haven't discouraged her, either. |
Εσύ συνέχεια με αποθάρρυνες. | All you did was try to discourage me. |
Μάλλον θα τον αποθάρρυνες. | I guess he got discouraged. |
Αφού με έβλεπες έτσι, γιατί δεν με αποθάρρυνες; | If you saw that in me, why didn't you discourage it? |
Ο 'ρχοντας Ραλ σκέφτηκε ότι η κατάληψη της πόλης θα αποθάρρυνε τον Ερευνητή να ξανάγυρίσει. | Lord rahl felt occupying the town Might discourage the seeker from returning |
Μην τον σκοτώσεις, αλλά αποθάρρυνε τον. | Don`t kill him, but discourage him. |
Αλλά δυστυχώς ο πατέρας μου, το αποθάρρυνε στο σπίτι, έτσι ασχολήθηκα μ' αυτό αργά. | But unfortunately, my father discouraged it in the home, so I came to it late. |
Η δυτική επιρροή αυξάνονταν στην Ιαπωνία, το 1930... κάτι που ο Στρατός αντιπαθούσε και τώρα αποθάρρυνε έντονα. | (narrator) Western influences had grown in Japan in the '30s, which the military disliked and now discouraged. |
Και πιστέψτε με, η μητέρα της δε με αποθάρρυνε. | And believe me, her mother wasn't trying to discourage me. |
Τον αποθαρρύναμε σίγουρα. | You certainly discouraged him. |