Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αποδιοργανώνω (strike) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αποδιοργανώνω
αποδιοργανώνεις
αποδιοργανώνει
αποδιοργανώνουμε
αποδιοργανώνετε
αποδιοργανώνουνε
Future tense
θα αποδιοργανώσω
θα αποδιοργανώσεις
θα αποδιοργανώσει
θα αποδιοργανώσουμε
θα αποδιοργανώσετε
θα αποδιοργανώσουνε
Aorist past tense
αποδιοργάνωσα
αποδιοργάνωσες
αποδιοργάνωσε
αποδιοργανώσαμε
αποδιοργανώσατε
αποδιοργάνωσαν
Past cont. tense
αποδιοργάνωνα
αποδιοργάνωνες
αποδιοργάνωνε
αποδιοργανώναμε
αποδιοργανώνατε
αποδιοργάνωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
αποδιοργάνωνε
αποδιοργανώνετε
Perfective imperative mood
αποδιοργάνωσε
αποδιοργανώστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

αναδιοργανώνω
reorganize

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'strike':

None found.