- Όχι, συγγνώμη που σας απογοητεύω. | - No, sorry to disappoint you. |
- Λυπάμαι που απογοητεύω. | I'm sorry to disappoint. You should be sorry. |
- Λυπάμαι που θα σε απογοητεύω. | l'm sorry to disappoint you. Closer. |
- Λυπάμαι που σ' απογοητεύω. | Sorry to disappoint you. |
'Ετσι τους απογοητεύεις απ'την αρχή κι είσαι καλυμμένη. | So, you disappoint 'em from the start and then you're covered, right ? |
- Γκρέις, μ' απογοητεύεις. | Grace, you disappoint me. What are you talking about? |
- Δική μου ιδέα ήταν. - Με απογοητεύεις, Τζόνι. | - That's really disappointing, Johnny. |
- Θα απογοητεύεις. | - You'll be disappointed. |
"Λένε ότι δεν απογοητεύει ποτέ." | 'They say she never disappoints. |
- Αχ, ποτέ δε μας απογοητεύει. | - Oh, she never disappoints. |
- Μόνο εμένα απογοητεύει; | Is it only me he disappoints? |
- Ποτέ δεν σε απογοητεύει. | - Never disappoints. |
Δεν πρέπει να απογοητεύουμε τη Μεραρχία. | I must not disappoint the division. |
Είμαστε απρόβλεπτοι, κάνουμε λάθη και απογοητεύουμε. | We're unpredictable. We make mistakes and we disappoint. |
Θυμώνει όταν απογοητεύουμε τον Τεντ. | She hates when we disappoint Ted. |
Λοιπόν, προσπαθούμε να μην απογοητεύουμε. | Well, we'll try not to disappoint. |
- Με απογοητεύετε όλοι σας. | I am really disappointed in all of you. |
- Με απογοητεύετε, γερουσιαστή. | As I was saying... I'm very disappointed, senator. |
- Με απογοητεύετε. | -You disappoint me, sir. |
-Με απογοητεύετε. | - How disappointing. |
Oι άντρες που το συζητούν συνήθως απογοητεύουν. | I often find that men who like to talk about it usually disappoint. |
Ή το πως σε απογοητεύουν. | Or how they disappoint you. |
Όλοι απογοητεύουν κάποια στιγμή. | Everyone is disappointing. |
Όλοι απογοητεύουν, ε, βλάκα; | Everyone disappoints, huh, jerky? |
"Ξέρω ότι σε απογοήτευσα σε πολλά", | "I know I have disappointed you in many ways, |
- Tότε σε απογοήτευσα με αυτό που είμαι | -Think how disappointed I am. |
- Όχι όμως αρκετή. Σας απογοήτευσα. | I've disappointed you. |
- Εγώ σε απογοήτευσα; | 'I've disappointed you? |
"Με απογοήτευσες, δρ. Κρέιν. | "l'm disappointed in you, Dr Crane. |
"και ναι, υπήρξαν φορές που με απογοήτευσες κι εσύ." | "and yes, there have been times that you have disappointed me. |
- Και γω - Με απογοήτευσες | -I'm very disappointed. |
- Μας απογοήτευσες πολύ, νεαρέ. | Very disappointed in you, young man. |
'Ενας συνεργάτης μου, ο Ρόουλει Γουίκλς, με απογοήτευσε πικρά. | A business acquaintance of mine, Rawley Wilkes, has disappointed me greatly. |
'Ομως η ταινία την απογοήτευσε. | But the movie disappointed her. |
- Αγάπησα στον Τίμο σαν γιο μου... και σαν ένας γιος, με απογοήτευσε. | - I loved him like a son ... and as a son, I was disappointed. |
- Με απογοήτευσε ο μεγαλειότατος. | - I'm disappointed in His Majesty. |
- Τον απογοητεύσαμε. | - We've disappointed him. |
- Ω, όχι, καθόλου. Για την ακρίβεια, είχαμε παρέα, που τους απογοητεύσαμε. | Matter of fact, we had some company that just disappointed us. |
...τον απογοητεύσαμε. | ...disappointed him. |
Ελπίζω να μη σας απογοητεύσαμε. | Hopefully we have not disappointed. |
- Μα εγώ δεν... - Δεν περίμενα ποτέ να το πω αυτό αλλά με απογοητεύσατε πολύ. | Well, I-I don't-- I never thought that I would say this, but I am very disappointed in you. |
Βρίσκεστε εδώ επειδή δεν μας απογοητεύσατε. | You are here because you have not disappointed us. |
Είμαι τόσο ευτυχισμένος που δε με απογοητεύσατε. | I'm so happy that you haven't disappointed me. |
Και με απογοητεύσατε όλοι σας... γιατί δεν με ακούσατε -- εμένα τον αρχηγό πυρασφάλειας σας. | And l'm disappointed in all of you for not listening to me -- your fire chief. |
Όντως με απογοήτευσαν οι επιδόσεις σου στο παρελθόν. | It's true, Lex. I have been disappointed with your performance in the past but it's nothing I haven't said to you. |
Αυτό έγινε επειδή με απογοήτευσαν. | That's because they disappointed me. |
Είναι σαν όλα τα άσχημα πράγματα που έχεις περάσει... που έχεις μισήσει στην πορεία... οι άνθρωποι που σε απογοήτευσαν... όλα όσα δεν πήγαν όπως τα περίμενες... | It's like all of the bad stuff that you went through... that you hated along the way... the people who disappointed you... the things that didn't go the way you wanted. |
Θα αφήσουμε αυτούς τους ανθρώπους που μάς απογοήτευσαν σφόδρα... Να αφήσουμε αυτούς τους συναισθη- ματικούς τρομοκράτες, να νικήσουν; | We're gonna let those people, those people who have vastly disappointed us, those... dare I say, emotional terrorists... win? |
Πάντοτε με απογοήτευε. | He always was disappointing. |
Και πέρασα το πρώτο μισό της ζωής μου είτε απογοητεύοντας τους ή χειρότερα ανταποκρινόμουν στις προσδοκίες τους. | And I spent the first part of my life either disappointing them or worse... Living up to their expectations. |
Στην ήττα, χάνεις, απογοητεύοντας τη μόνη γυναίκα που πραγματικά αγάπησες. | In defeat, you lose, disappointing the one woman you've really loved. |
"εγκαταλείψει και απογοητεύσει, και το χειρότερο, | "Deserted and disappointed him, and worse," |
- Ακούστε, παιδιά, με έχετε απογοητεύσει και, Σκούτερ, κοιτάς από την άλλη. | That's right. Well, listen, guys, I am really disappointed in you, |
- Δε θα σας απογοητεύσει. | You won't be disappointed. |
- Δε μ'έχεις απογοητεύσει μέχρι στιγμής. | - You have not disappointed me so far. |