Έλεγξα, και ο πομπός του απενεργοποιήθηκε πριν δυο ώρες. | I checked, and his subcutaneous tracker was disabled two hours ago. |
Κατά τον πόλεμο, κάποτε, το σκάφος μου απενεργοποιήθηκε. | Once, during the war, my fighter was disabled. |
Ο συναγερμός απενεργοποιήθηκε... αλλά η εφεδρική κάμερα παρακολούθησης τους πήρε. | The alarm was disabled but the backup surveillance camera got them. |
Το πρόγραμμά μου απενεργοποιήθηκε. Πιθανότατα όταν έκλεψαν την εφεδρική μονάδα. | My program was disabled, most likely when they stole my backup module. |
Το σύστημα απενεργοποιήθηκε χθες. 'γνωστο ποιος το 'κανε. | System was disabled last night, so we got no pictures of who brought this here. |
"Το Δαλιδά δεν μπορεί γιατί αυτή η λειτουργεία έχει απενεργοποιηθεί". | Delilah is unable because this function has been disabled. |
Όλα τα κανάλια επικοινωνίας με την έπαυλη έχουν απενεργοποιηθεί. | I'm sorry, batman. All communication channels to the manor have been disabled. |
Όλες οι κάμερες έχουν απενεργοποιηθεί σ'αυτόν τον τομέα. | All the cameras have been disabled in that sector. |
Είναι ήδη απενεργοποιηθεί ο συναγερμός. | The alarm's been disabled. |
Η ασπίδες σας έχουν απενεργοποιηθεί. | Your defense shields have been disabled: |