Κάποτε, παραβίαζα τα καταστήματα πώλησης κατοικιδίων για να απελευθερώνω τα καναρίνια, αλλά κατάλαβα ότι ήταν μια υπερβολικά προχωρημένη ιδέα. | At one time I broke into pet shops to liberate the canaries, but I decided that was an idea way before its time. |
Γιατί δεν απελευθερώνεις τον εαυτό σου, είμαι εδώ τώρα. | Why don't you go ahead and liberate yourself, because I'm here now. |
"Καθώς απελευθερωνόμαστε από τον δικό μας φόβο... "η παρουσία μας αυτόματα απελευθερώνει κι άλλους." | As we are liberated from our own fear, our presence automatically liberates others. |
Είμαι μέλος οργάνωσης, που απελευθερώνει φάρμακα από εργοστάσια στη Ν. Αμερική. | I am part of a group that liberates drugs from factories in South America. |
Εκείνη τη στιγμή δεν έχει την δύναμη να αντιμετωπίσει τον Στάλιν, που απελευθερώνει αλλά ταυτόχρονα υποδουλώνει τα Βαλτικά κράτη, την Ρουμανία, την Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Σιλεσία και την Πρωσσία. | At the same time he does not have the strength to oppose Stalin, who liberates but also occupies the Baltic states, Romania, Bulgaria, Hungary, Poland, Silesia and Prussia. |
Με τον ίδιο τροπο που το αντισυλληπτικό χάπι απελευθερώνει τις γυναίκες, | In the same way that birth control liberates women, |
Την απελευθερώνει. | It liberates it. |
Για χάρη της οικογένειας και της γειτονιάς, απελευθερώνουμε το σπίτι για την οικογένεια αυτή. | On behalf of this family and this community, we liberate this home for this family. |
- Σε απελευθέρωσα. | I liberated you. |
- Το "απελευθέρωσα" από αντικερί. | I liberated this from an antique store. |
- Το "απελευθέρωσα". | - l liberated it. - l think that's called looting. |
Λοιπόν, πάρε τα κλειδιά του βαν, και να και περίπου 13 δολάρια σε ψιλά που "απελευθέρωσα" από τον αυτόματο πωλητή ταμπόν στις γυναικείες τουαλέτες. | So, here the keys of the thing, here's about $13 in change that I liberated from the tampon machine in the ladies room. |
Μάλλον απελευθέρωσα τα κορίτσια από την σκλαβιά τους κι άθελά μου τις εμψύχωσα. | Yeah, I kinda liberated the girls from their servitude and unintentionally empowered them. |
Τους απελευθέρωσες. | You liberated them. |
'Οσο περίεργο κι αν ακούγεται, ο Xάιντ μ΄απελευθέρωσε. | As far as what I owe him, strange as it may sound, Hyde has liberated me. |
- Καθάρματα! Είναι όλα μέρη που απελευθέρωσε το ΡΟUΜ! | They're all places liberated by the POUM. |
- Με απελευθέρωσε. Με βοήθησε να πραγματοποιήσω το σκοπό της ζωής μου. | He liberated me -- started me on my true life mission. |
Έχουμε απελευθέρωσε το πακέτο και είναι ασφαλές σε ασφαλής. | We have liberated the package and are secure at safe one. |
Αυτός ο άνθρωπος απελευθέρωσε όλους εσάς τους κακομοίρηδες. | This man liberated all of you wretches. |
Όταν απελευθερώσαμε το στρατόπεδο Ντόρα, βρήκαμε πτώματα στοιβαγμένα σ'ένα δωμάτιο. | When our Gls liberated Camp Dora, they found bodies stacked up in a room. |
Εγώ δεν πιστεύω ότι απελευθερώσαμε τους Ιρακινούς. | I don't believe we liberated the Iraqis. |
Και θα χαρείς να μάθεις πως απελευθερώσαμε το καταυλισμό των προσφύγων στην επαρχία της Κασάνγκα. | And you'll be happy to know we have liberated the refugee camp in kasanga province. |
Οι παλαιστές που απελευθερώσατε ζητούν αυτή την ευκαιρία. | The pit fighters you liberated plead for this opportunity. |
Oι Ρώσοι απελευθέρωσαν ένα πολύ χειρότερο. | Seems the Russians liberated one a lot worse. |
Λένε ότι απελευθέρωσαν το Παρίσι, οπότε θα μάθουμε σύντομα κάτι. | Well, word is they liberated Paris, so we should know something soon. |
Με απελευθέρωσαν σε μια αποστολή διάσωσης. | They liberated me on a salvage hunt. |
Μερικοί αντάρτες απελευθέρωσαν. | Some partisans liberated. |
Ναι, ήμουν εκεί από τον Αύγουστο του 1943 μέχρι που μας απελευθέρωσαν οι Ρώσοι τον Ιανουάριο του 1945. | Yes, I was there since August, 1943 until we were liberated by the Russians in January of 1945. |
Επεκτείνετε τη δίοδο, απελευθερώστε, αποσυρθείτε... | Expand the corridor, liberate, withdraw... |
Πάρτε το μεγάλο καταδιωκτικό, γεμίστε το με καταδρομείς. Μάθετε που είναι η επόμενη φάρμα, απελευθερώστε τις, μετά στην άλλη,... | Take the Heavy Raider, cram it full of ground troops... find out where the next farm is, liberate it, then the next... and the next, and the next. |
Ένα νέο φάρμακο, το τρετόνιν, μας έχει απελευθερώσει από την εξάρτησή μας στους συμβιωτές. | A new medicine, tretonin, has liberated us from our dependence upon symbiotes. |
Έχουμε απελευθερώσει το εμπορικό κέντρο για να διαμαρτυρηθούμε για τα καπιταλιστικά γουρούνια στην πλατεία Πότσνταμ για την κατεδάφιση των κατοικιών χαμηλού ενοικίου από τις πολυεθνικές. | We've liberated the mall to protest the capitalist pigs on Potsdam Square the razing of low-rent housing by multinationals. |
Γι αυτό έχω απελευθερώσει τον εαυτό μου από χαρτιά του ταχυδρομείου. | This is why I've liberated myself from paper mail. |
Εμείς τις βγάλαμε... και τις γεμίσαμε με το κονιάκ που είχαμε απελευθερώσει. | We ripped out the masks... and used the carriers for toting that cognac we liberated. |
Επί 3 μέρες πολεμούσαμε μέσα στα κελάρια... κ αι την τρίτη μέρα, σηκώθηκ α ζ αλισμένος... αντίκρισα τη Ντιζ όν κ αι κ ατάλαβα... ότι είχαμε απελευθερώσει τη Βουρ γουνδία. | And for three days, we fought our way through the cellars. And on the third day I emerged bewildered, looking towards Dijon and I realised we'd liberated Burgundy. |