Αλλά μετά που απελευθερώθηκα, έγινε πολύ περίεργη. Αυτή ευθύνεται για το πως με βρήκες. | But after I was freed, she became too curious. |
Απελευθερώθηκα. 'Εχασα κάθε ελπίδα και απελευθερώθηκα. | I found freedom. Losing all hope was freedom. |
Δικάστηκα και απελευθερώθηκα από την πολιτεία της Νέας Υόρκης. | I went before a judge and was freed by the State of New York. |
Τελικά απελευθερώθηκα από το μηχάνημα. | Finally I was freed from it. |
Έτσι, ο όμηρος απελευθερώθηκε. | So, the hostage was freed. |
Αλλά η μονάδα μου απελευθερώθηκε πριν να έχει ο εχθρός την ευκαιρία να δει το τέχνασμά μου. | But my battle unit was freed before the enemy had a chance to see through my ruse. |
Και ο βασιλιάς απελευθερώθηκε, και το κάστρο αποκαταστάθηκε, | And the king was freed, and the castle was restored, |
Με την πάροδο του χρόνου απελευθερώθηκε, κι ο de Vaca απέκτησε τους δικούς του πιστούς, που πίστευαν πως ελέγχει την ζωή και τον θάνατο. | Over time he was freed. And de Vaca attracted his own following, who believed he had the power of life and death |
Μετά απελευθερώθηκε από μια επουσιώδη λεπτομέρεια. | And then he was freed on a technicality. |
Η Ευρώπη έχει απελευθερωθεί από την ναζιστική κυριαρχία του τρόμου. | Europe has been freed from The Nazi reign of terror. |
Θα είχε απελευθερωθεί αμέσως. | He'd have been freed immediately. |
Με συγχωρείτε... Έχω απελευθερωθεί, και ως εκ τούτου, απαλλάχτηκα. | Forgive me, but I have been freed, and therefore exonerated. |
Ο Νοστράδαμος και οι φρουροί έχουν απελευθερωθεί. | Nostradamus and the guards have been freed. |
Σ τα Νότια, η Ουκρανία είχε απελευθερωθεί. | In the south, the U kraine had been freed. |