Άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι τα θαύματα είναι πολύ δύσκολα. | I started to realize miracles are really hard. |
Αρχίζω να αντιλαμβάνομαι ότι στο κάτω κάτω, είσαι μια γυναίκα. | I begin to realize that after all you're a woman. |
Αρχίζω να αντιλαμβάνομαι, πως σε κάθε κειμενο που είχα μπροστά μου, αν ήθελα να μάθω το περιεχόμενο, απλά το ήξερα. | I began to realize that with any text I had before me, if I wanted to know the content, I simply...knew it. |
Και πάνω απ' όλα, αρχίζω να αντιλαμβάνομαι ότι είσαι άνδρας. | And above all, I begin to realize you're a man. |
Και τώρα που άνοιξα τις πύλες σε μια άλλη χώρα, αντιλαμβάνομαι, ότι κι εγώ είμαι κάπως κουρασμένος. | And now that I've seen my doors open in a new country... I begin to realize I'm a little tired myself. |
'ννι, αντιλαμβάνεσαι ότι δεν σε στείλαμε στο Παρίσι να κυνηγήσεις την εβδομάδα μόδας. | Annie, you do realize we didn't send you to Paris to scout fashion week. |
'ρτσερ, αντιλαμβάνεσαι πόσο τυχερός ήσουν χθες βράδυ που δεν συνέβη; | Archer,do you realize how lucky you were last night that that didn't happen? |
- Viktor, αντιλαμβάνεσαι ότι νοσταλγείς μία εποχή που δεν είχες γεννηθεί. | - More than once. - Viktor, do you realize you're nostalgic for an era you weren't even born in? ! |
- Απλά δε νομίζω ότι αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που βλέπεις, δεν είναι πάντα αληθινό. | I just don't think that you realize that what you see is not always what you get. |
- Γιε μου, σίγουρα θα αντιλαμβάνεσαι ότι αν εγώ αφορίσω έναν πρίγκιπα, τότε εκείνος όχι μόνο διαχωρίζεται από τον Θεό... αλλά και από την κοινωνία των πιστών. | -My son, surely you realize: if I excommunicate a fellow prince, then that prince is not only separated from God... but also from the communion of the faithful. |
Έχουμε ξεκινήσει να αντιλαμβανόμαστε ότι χρειάζεται να πιέσουμε τους εαυτούς μας περισσότερο. | We're beginning to realize the need to push ourselves harder. |
Ίσως να υπάρχει κάτι περισσότερο απ' ό,τι αντιλαμβανόμαστε. | There might be something more to it than we realize. On it. |
Όσο περισσότερο ξεφλουδίζουμε τα επίπεδα της φύσης τόσο περισσότερο αντιλαμβανόμαστε ότι κάτι μας λείπει, κάτι μεγάλο. | The more we peel away the layers of nature, the more we realize that something is missing -- something big. |
Ακόμα και όταν, δεν το αντιλαμβανόμαστε αυτά τα σήματα, ελέγχουν τον τρόπο λειτουργίας του σώματος μας. | Even when we don't realize it' these signals control how our bodies function. |
Αλλά όσο περνά ο χρόνος αντιλαμβανόμαστε ότι η Σαν είχε εξωσυζυγική σχέση. | But as time goes by, we realize that sun was having an affair. |
"΄Κύριε Κίτσνερ αντιλαμβάνεστε τις συνέπειες των όσων λέτε;" | Mr." Kirchner, realizes the implications of what he says?" |
"Κ. Σκοτ αντιλαμβάνεστε ότι διαψεύδετε τον εαυτό σας"; | "Mr. Scott, do you realize you just contradicted yourself?" "I did?" "Yes." "Can I go to the bathroom?" |
- Κυρία Πακ, αντιλαμβάνεστε ότι ο σύζυγός σας, δεν σκοτώθηκε στη Ταϊλάνδη. | Mrs. Pak, you realize that your husband, he wasn't killed in Thailand. |
- Μπορεί να μη το αντιλαμβάνεστε τώρα αλλά το να έχεις έναν αδερφό είναι μια από τις σημαντικότερες σχέσεις. | You may not realize it now, but having a brother is one of the most important relationships of your life. |
Sharon, Irwin, αντιλαμβάνεστε... την επίδραση που θα μπορούσε να έχει η Dana στον κόσμο; | Sharon, Irwin, do you realize ... what an impact Dana can have? |
- Δεν αντιλαμβάνονται πολά, για οτιδήποτε. | - They don't realize much of anything. |
Ή απλά δεν το αντιλαμβάνονται. | Or, quite simply, they do not realize. |
Ήρθα όμως πριν απ' τον καιρό μου και τώρα άρχισαν να το αντιλαμβάνονται. | But I've arrived before my time, and they're just beginning to realize it. |
Αλλά δεν αντιλαμβάνονται πως καθώς αποδιώχνουν αυτά που δε θέλουν τους προσδίδουν ενέργεια. | But they don't realize that as they push against the unwanted they add power to it. |
Αν και συνήθως δεν αντιλαμβάνονται ότι τους βοηθάω, αλλά το κάνω. | Although most of the time they don't realize I am helping them, but I am. |
Ίσως δεν μπορείτε να το αντιληφθείτε από την σκοπιά που το βλέπετε. | Perhaps you do not you realize, from the point where you look. |
Όταν εκδηλώσει τις κρυφές μανίες του που θα τις εκδηλώσει,... σας παρακαλώ να αντιληφθείτε ότι η ευθύνη είναι όλη δική σας. | So, when he exhibits his latent maniacal tendencies, which I assure you he will, please realize the responsibility is completely yours. |
Βασικά είναι πολύ διασκεδαστικό. Δεν θα αντιληφθείτε ότι είναι διδακτικό. | You won't even realize you're learning. |
Για το λόγο αυτό είμαι εδώ, συνεργάζομαι με την ελπίδα ότι θα είστε διακριτικοί όταν αντιληφθείτε | Which is why I'm here, cooperating, in the hopes you will be discreet when you realize |
Είστε πολύ οινόφλυξ για να αντιληφθείτε τον κίνδυνο στην υγεία σας, κύριε. | You're too intoxicated to realize your peril, sir. |