Εσύ μου έμαθες να αντέχω τον πόνο. | You taught me how to withstand pain. |
Μου έμαθες το πως να αντέχω στον πόνο. | You taught me how to withstand pain. |
Μου πήρε λίγο καιρό για να βρω το κουράγιο για να μάθω να αντέχω τον πόνο της Αντζίλ αλλά στο τέλος, σκότωσα όλα τα ποντίκια στο κελί. | CARA: It took me some time to find the courage to learn to withstand the pain of the Agiel but in the end, I killed every rat in that cell. |
Οι φυσικές και οι μαγικές μου ικανότητες... μου επιτρέπουν να αντέχω στις δυσκολίες... τις εξάλειψης του είδους των βρικολάκων. | My natural and magical abilities... allow me to withstand the elements... that eradicate vampire kind. |
Έχεις εκπαιδευτεί από την DGSE να αντέχεις την ανάκριση. | You were trained by the DGSE to withstand interrogation. |
Αλλά βλέπω ότι δεν αντέχεις. | But I see it not withstanding. |
Αν δεν αντέχεις την εξονυχιστική έρευνα... καλύτερα να κάνεις στην άκρη. | If you can't withstand scrutiny- about anything- I need you to step aside. |
Δεν έχεις σχεδιαστεί να αντέχεις τέτοια θερμοκρασία για πολύ. | No, your system is not designed To withstand a temperature like that for a long time. |
Δεν υπάρχει καμιά ομορφιά που να αντέχει στον χρόνο. | There's no beauty that withstands time. |
Όταν ο πατέρας μου ήταν στη φυλακή, έγραφε στα ημερολόγιά του για το πώς η αξία της ζωής μετριέται από τη θέλησή μας να υπομένουμε, ότι έχουμε τη σπουδαία ικανότητα να αντιστεκόμαστε στην εξάντληση, να αντέχουμε τον πόνο, να συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε, | (Emily) When my father was in prison, he wrote in his journals about how the value of life can be directly measured by our will to endure, that we have a remarkable ability to resist fatigue, to withstand pain, to keep fighting, as long as we don't lose sight of what we're fighting for. |
Και πολλά βακτήρια και ιοί που κανονικά αντέχουμε γίνονται πιο επικίνδυνα. | And many of the bacteria and viruses... that we normally can withstand become more virulent. |
Μάθαμε να περπατάμε πάνω στο βυθό με βαριά μολυβένια παπούτσια... Και να αντέχουμε στις πιέσεις σε τέτοιο βάθος. | We had to learn how to walk with lead-weighted shoes on the seabed and to withstand the pressures of the water's depth. |
Οι άνθρωποι δεν ήμασταν σχεδιασμένοι να αντέχουμε σε τόσο εχθρικό τοπίο. | We humans weren't built to withstand a landscape as hostile as this. |
Δε σας μαθαίνουν πώς να αντέχετε στην ανάκριση; | Don't they teach you to withstand interrogation? |
"Αν και τα κτήρια είχαν σχεδιαστεί ώστε να αντέχουν σφοδρές θύελλες και την πρόσκρουση ενός Boeing 707..." | " Although the buildings were designed to withstand "a 150-year storm" and the impact of a Boeing 707, " |
"Είχαν σχεδιαστεί να αντέχουν σχεδόν τα πάντα..." "...όπως τυφώνες, δυνατούς ανέμους, βομβαρδισμούς καιπροσκρούσειςαεροπλάνων." | " It was over-designed to withstand almost anything including hurricanes, high winds, bombings and an airplane hitting it... " |
- Αυτές οι σήραγγες πρέπει να αντέχουν α 7.5. | - These tunnels should withstand a 7.5. |
- Τα στεγανά.Δεν είχαν σχεδιασθεί -ώστε να αντέχουν σε σύγκρουση. | - The little pot. - They were not designed to withstand a collision |
Tο άντεξα καλά αλλά είχα πολλά προβλήματα μετά. Εκείνα τα γεγονότα ξαναγυρνούν και δεν τα ξεχνάς ποτέ. | I withstood it well but I had a lot of trouble in later life because those events would come back and... |
Είπε πως ήταν ένα θαύμα που άντεξα μαζί της τόσο επειδή η Έλι είναι μεγάλης ηλικίας. | He said it was a marvel that I had withstood her for so long, because Elli... is old age. |
Ήσουν πολύ κουρασμένη στο κυνήγι, αλλά άντεξες πολύ εύκολα όλο αυτόν τον θαυμασμό, γύρω σου. | You were weary of the hunt, but I trust you easily withstood the buzz of admiration around you. |
Ομολογώ, Ρόμπερτ, ότι με εντυπωσίασε πολύ ο τρόπος που άντεξες το μικρό μου αεροπλάνο. | I must say, Robert, I'm quite impressed by the way you withstood my little aeroplane. |
Όταν τον ρώτησαν πώς κατάφερε και άντεξε 27 χρόνια φυλάκισης είπε ότι ήταν μετρημένος. | When asked how he managed and withstood 27 years imprisonment ... Said ... that was measured. |
Αμερικανικές δυνάμεις άντεξε απρόκλητη επίθεση και το έθνος μας ήταν ώθηση άκριτα σε η μεγαλύτερη παγκόσμια σύγκρουση στην ανθρώπινη ιστορία. | American forces withstood an unprovoked attack and our nation was thrust headlong into the largest global conflict in human history. |
Ανάμεσα στα ερείπια, βρήκαμε ένα Προμελιανό καταδρομικό που άντεξε στους αιώνες. | Among the ruins, we found a Promellian battle cruiser that has withstood the centuries. |
Καμιά γυναίκα δεν άντεξε ποτέ τόσο πόνο. | No woman, child, ever withstood that much pain. |
"...μέχρι σήμερα αντέξαμε τις επιθέσεις των ισχυρότερων γερμανικών δυναμεων. Ο ανατολικός μας γείτονας μας επιτέθηκε αγνοώντας τις συνθήκες -και τις ηθικές αρχές. | ... until today has withstood the onslaught of the overwhelming German forces, our eastern neighbor has invaded our lands in violation of covenants, and the immutable principles of morality. |
Κουρασμένος, τα αυτιά μου κουδουνίζουν, αλλά αντέξαμε ότι μας έστειλαν. | Tired, my ears are ringing, but we've withstood all they have. |
Έριξαν οχτώ βαλανιδιές σε έναν κήπο, αλλά τα σημειώματα που ήταν κολλημένα στην πόρτα του... άντεξαν στην καταιγίδα. | Knocked out eight oak trees in a man's front yard, but the Post-it note stuck on his front door withstood the storm. |
Είναι υπεύθυνος για την διαχείριση ψυχολογικής συμβουλευτικής αφιλοκερδώς στο καταφύγιο αστέγων στο Πεν Κουόρτερ, και με βοήθησε να κάνω έρευνες για το συνταξιοδοτικό μου πρόγραμμα που άντεξαν την χρεοκοπία. | He's responsible for managing pro bono psychological counseling at the homeless shelter in Penn Quarter, and he helped me make investments in my 401(k) that withstood the crash. |
Και όλοι εμείς που ζούμε εδώ σήμερα χρωστάμε ευγνωμοσύνη... σ'αυτούς τους 4 γενναίους άνδρες... που πάλεψαν και άντεξαν και θυσίασαν... ώστε αυτό το νησί να μεγαλώσει και να ανθήσει για να γίνει αυτό που είναι σήμερα. | And all of us living here today owe a debt of gratitude to these four brave men who struggled and withstood and sacrificed in order that this island might grow and prosper into what it is today. |
Οι πυλώνες του Ashoka άντεξαν περισσότερο απ'το Βουδισμό στην Ινδία. Αντεξαν τις μουσουλμανικές εισβολές και επέζησαν για να τραβήξουν την προσοχή από τα πρώτους αποικιοκράτες αρχαιολόγους. | Ashoka's pillars outlived Buddhism in India - they withstood Muslim invasions and survived to catch the attention of the first colonial archaeologists. |
Έχω αντέξει αβάσταχτο πόνο. | I have withstood excruciating pain. |
Εχεις αντέξει χειρότερα πράγματα. | You withstood worse things. |
Η καρδιά μου έχει αντέξει πολύ χειρότερα. | My heart's withstood much worse. |
Νόμιζα πως είχε αντέξει τις προσ- πάθειες του Ραλ να την σπάσει ξανά, αλλά προφανώς με ξεγέλασε. | I thought she had withstood Rahl's attempts to re-break her, but obviously I was deceived. |