Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ανεξαρτητοποιούμαι (raise) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ανεξαρτητοποιούμαι
ανεξαρτητοποιείσαι
ανεξαρτητοποιείται
ανεξαρτητοποιούμαστε
ανεξαρτητοποιείστε
ανεξαρτητοποιούνται
Future tense
θα ανεξαρτητοποιηθώ
θα ανεξαρτητοποιηθείς
θα ανεξαρτητοποιηθεί
θα ανεξαρτητοποιηθούμε
θα ανεξαρτητοποιηθείτε
θα ανεξαρτητοποιηθούν
Aorist past tense
ανεξαρτητοποιήθηκα
ανεξαρτητοποιήθηκες
ανεξαρτητοποιήθηκε
ανεξαρτητοποιηθήκαμε
ανεξαρτητοποιηθήκατε
ανεξαρτητοποιήθηκαν
Past cont. tense
ανεξαρτητοποιούμουν
ανεξαρτητοποιούσουν
ανεξαρτητοποιούνταν
ανεξαρτητοποιούμαστε
ανεξαρτητοποιούσαστε
ανεξαρτητοποιούνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
-
-
Perfective imperative mood
ανεξαρτητοποιήσου
ανεξαρτητοποιηθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'raise':

None found.