Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αναψοκοκκινίζω (thwart) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αναψοκοκκινίζω
αναψοκοκκινίζεις
αναψοκοκκινίζει
αναψοκοκκινίζουμε
αναψοκοκκινίζετε
αναψοκοκκινίζουν
Future tense
θα αναψοκοκκινίσω
θα αναψοκοκκινίσεις
θα αναψοκοκκινίσει
θα αναψοκοκκινίσουμε
θα αναψοκοκκινίσετε
θα αναψοκοκκινίσουν
Aorist past tense
αναψοκοκκίνισα
αναψοκοκκίνισες
αναψοκοκκίνισε
αναψοκοκκινίσαμε
αναψοκοκκινίσατε
αναψοκοκκίνισαν
Past cont. tense
αναψοκοκκίνιζα
αναψοκοκκίνιζες
αναψοκοκκίνιζε
αναψοκοκκινίζαμε
αναψοκοκκινίζατε
αναψοκοκκίνιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
αναψοκοκκίνιζε
αναψοκοκκινίζετε
Perfective imperative mood
αναψοκοκκίνισε
αναψοκοκκινίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'thwart':

None found.