Το λέιζερ ανατινάζει τα καύσιμα στα φτερά... εξαερώνοντας το σκάφος που αφήνει μόλις λίγα ίχνη. | The laser detonates the fuel in the wings, virtually disintegrating the plane, leaving few traces. |
Με ποιο τρόπο; Πλημμυρίζουμε το αμπάρι με καύσιμα και ανατινάζουμε. | Flood the hold with fuel and detonate it. |
Συνήθως το σφραγίζουμε και το ανατινάζουμε αλλά επειδή ο τύπος είναι ακόμα ελεύθερος, είναι πιο λογικό, να αφήσουμε άθικτη τη συσκευή πυροδότησης. | Normally we would just seal, remove and detonate it, but seeing this guy's still out there, I figure it makes more sense to leave the detonation device intact. |
Το πρωτόκολλο λέει ότι αφού αδειάσουμε το πλοίο το ανατινάζουμε. Λοιπόν, νάρκες; | Protocol says we clear the ship then detonate it, so mines? |
Είναι προφανώς η ίδια ομάδα... που ανατίναξε τη βόμβα στο νησί ανοιχτά της Φλόριντα. | This apparently is the same group... which just detonated a nuclear bomb in the Florida Keys. |
Οι επαναστατικές δυνάμεις μόλις ανατίναξαν μία μεγάλη εκρηκτική συσκευή, κοντά σε μία από τις εγκαταστάσεις μας εκτόξευσης πυραύλων. | Rebel forces just detonated an explosive device near one of our missile facilities. |
Την ανατίναξαν. | They detonated it. |
Το πλήρωμά μου ήταν ακόμα στο πλοίο όταν το ανατίναξαν. | My crew was still aboard when they detonated them. |
Αν ο Μπεν ανατινάξει τον γουλανίτη σε έναν τέτοιο αντιδραστήρα | If Ben detonated the Gulanite in one of those reactors... |
Τους μόνους Ντύλαν που ξέρω, τους έχω ανατινάξει. | The only Dylans i've known, i've detonated. |