Και χθες, ξαφνικά, ο Λόκχαρτ αναστρέφει την απόφασή του. | Then yesterday, Lockhart suddenly reverses his decision. |
Μετά από πειράματα σε κρατουμένους που απέκτησα πέρυσι μπόρεσα να συνθέσω ένα διάλυμμα που εξουδετερώνει, αναστρέφει τις σωματικές αντιδράσεις, που παράγει το Μιρακούρου. | After conducting experiments on the prisoners that I acquired this past year... I was able to synthesize a solution... that counteracts... reverses... the physiological effects that exposure to Mirakuru produces. |
Τώρα, το Μπιουλίν δεν κρύβει μόνο τα σημάδια του γήρατος για την ακρίβεια τα αναστρέφει. | Now, Beau-line doesn't just hide the effects of aging it actually reverses them. |
Ωραία, πως τα αναστρέφουμε; | OK, well, how do we reverse it? |
Όταν ήμουν παιδί, ανέστρεψα την αναρρόφηση της σκούπας... | When I was a kid, this one time, I reversed the suction on the vacuum... |
Και μετά που είπες ότι σίγουρα δε θες παιδιά, την ξανα-ανέστρεψα. | You definitely didn't wanna have kids, Well, it reversed back. Snip-snap, snip-snap, snip-snap! |
Και μετά, όταν είπες ότι ίσως θέλεις να κάνεις παιδιά και εγώ δεν ήμουν σίγουρος, ανέστρεψα την αγγιεκτομή. | And I wasn't so sure, who had the vasectomy reversed? And then when you said |
Και εσύ ανέστρεψες την φορά, αλλά μετά είχα... | You reversed it, but then I had-- |
Ξέρεις ότι το συμβούλιο αποφυλάκισης ανέστρεψε την απόφασή του κι απελευθέρωσε τον Έγκλι; | You know the Parole Board reversed their decision and released Eglee? |
Το ανώτατο δικαστήριο της Φλόριντα, με ομόφωνη απόφαση, ανέστρεψε την απόφαση των άλλων δικαστηρίων. | The Florida Supreme Court, in its unanimous opinion, has reversed the circuit court ruling. |
Υποστηρικτές της ισχυρίζονται ότι μεταμόρφωσε τη Βρετανική οικονομία και να ανέστρεψε την μεταπολεμική παρακμή της χώρας. | - Her supporters claim she transformed the British economy and reversed the country's post-war decline. - I am so sorry. |
και όταν αναστρέψαμε το μηχάνημα που τους κρατούσε, επανήλθαν ξανά σε ύπαρξη. | When we reversed the device that was holding them, back they came into existence. |
Κύριε Σκοτ ανάστρεψε την πολικότητα στο μαγνητικό σου ανιχνευτή. | Mr. Scott, reverse polarity on your magnetic probe. |
Υπολογιστή, ανάστρεψε την εξομοίωση. | Computer, reverse simulation. |
Όχι, το σώμα μου γυρίζει πίσω σ'εκείνη την στιγμή... αναστρέφοντας ότι έχει γίνει, το είδα με τα πειράματα. | My body goes back in time, reversing anything that happened. |
Η μυελίνη δεν υπάρχει στα πολύ μικρά παιδιά... κι αναστρέφοντας τις επιπτώσεις της γήρανσης, ανακάλυψα με τον Μπαρνέτ... ότι μπορούσα να ελέγχω την παραγωγή μυελίνης. | Myelin is not present in the very young, and by reversing the effects of ageing I found with Barnett, I was able to regulate the production of myelin. |
Δεν θέλει να την αναστρέψει; | Is he willing to have it reversed? |
Οι πύραυλοι έχουν αναστρέψει την πορεία τους. | Missiles have reversed their course. |