Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ανασηκώνομαι (recover) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ανασηκώνομαι
ανασηκώνεσαι
ανασηκώνεται
ανασηκωνόμαστε
ανασηκώνεστε
ανασηκώνονται
Future tense
θα ανασηκωθώ
θα ανασηκωθείς
θα ανασηκωθεί
θα ανασηκωθούμε
θα ανασηκωθείτε
θα ανασηκωθούν
Aorist past tense
ανασηκώθηκα
ανασηκώθηκες
ανασηκώθηκε
ανασηκωθήκαμε
ανασηκωθήκατε
ανασηκώθηκαν
Past cont. tense
ανασηκωνόμουν
ανασηκωνόσουν
ανασηκωνόταν
ανασηκωνόμαστε
ανασηκωνόσαστε
ανασηκώνονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ανασηκώνου
ανασηκώνεστε
Perfective imperative mood
ανασηκώσου
ανασηκωθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'recover':

None found.