'Οταν αναρριχάσαι, το μυαλό σου είναι καθαρό. Ελεύθερο από συγχύσεις. | When you're climbing, your mind is clear... freed of all confusions. |
΄Οταν αναρριχάσαι, νιώθεις υπέροχα. | When you're climbing well it just feels brilliant. |
Στην ουσία, αλπινικό στιλ σημαίνει να παίρνεις έναν σάκο... γεμάτο ρούχα, τα τ ρόφιμά σου και τα σύνεργα αναρρίχησης και να αναρριχάσαι το βουνό με μία και μόνη προσπάθεια. | And essentially, Alpine style means you pack a rucksack full of all your clothing, your food and your climbing equipment, and you start off from a base camp and you try and climb the mountain you're gonna climb in a single push. |
Τι κάνεις όταν Δεν αναρριχάσαι, Νταγκ; | What do you do when you're not climbing, Doug? |
Το να αναρριχάσαι σε όρη που δεν έχει αναρριχηθεί κανείς ήταν αυτό που με ωθούσε να προχωρήσω στην αναρρίχηση. | To climb mountains that have not been climbed before, or a new route at a mountain is what my climbing life had been moving towards. |
Όσο πιο ψηλά αναρριχάται, τόσο μεγαλύτερη η πτώση. | I say, the higher he climbs, the harder he drops! |
Ο κήπος φαίνεται πολύ ωραίος, Δις Sabra και οι μανόλιες σίγουρα θ αρχίσουν να αναρριχώνται. | The garden looks fine, Miss Sabra, and them morning glories sure is climbing. Thank you, Isaiah. |
Το αρσενικό και το θηλυκό αναρριχώνται σε ιλιγγιώδη ύψη και μετά κάνουν μαζί ελεύθερη πτώση. | The male and female climb to dizzying heights and then... "join in free fall, plummeting toward earth, locked in each other? |
Δεν αναρριχήθηκα ποτέ στο βουνό Φλόπυ. | I never climbed mt. Floppy. |
Δεν αναρριχήθηκα ποτέ. | I never climbed one. |
Α... παράτησε το κολέγιο... Και αναρριχήθηκε σε κάθε βουνοκορφή του κόσμου. | Well, he dropped out of college... and then climbed every major peak in the world. |
Αν η ζωή ξεκινά με έναν εγκέφαλο τότε η ανθρωπότητα αναρριχήθηκε, σε ένα νέο επίπεδο επίγνωσης. | If life begins with a brain, then humanity has just climbed to a new level of awareness. |
Για κάποιον που γύρισε όλο το σύμπαν βίωσε κάθε είδους περιπέτεια και αναρριχήθηκε σε επίπεδο βουνό είσαι απίστευτα κλαψιάρης. | For someone who's traveled across the universe, Had all kinds of adventures, climbed a flat mountain -- You are an incredible baby. |
Δεν αναρριχήθηκε ξανά. | He never climbed again. |
Δεν πρόκειται να με κάνει να ντραπώ κάποιος που αναρριχήθηκε σε επίπεδο βουνό. | I won't be put down by some guy ... Who climbed a flat mountain. |
"καθώς αναρριχηθήκαμε ψηλότερα, η ζωή στην ήδη κακοποιημένη TOYOTA έγινε αληθινά τρομακτική. " | 'As we climbed higher, life in the already battered Toyota became truly terrifying.' |
"και καθώς αναρριχηθήκαμε υψηλότερα, "αρχίσαμε να υποφέρουμε επίσης. " | 'And as we climbed higher, 'we started to suffer as well.' |
Λέει, "Πρόσεξα ότι από τότε που αναρριχηθήκαμε στην κορυφή, τα... | He says, "l noticed when we climbed into the tub |
Με αυτό το στιλ, ο Τζο κι εγώ αναρριχηθήκαμε στη Σιούλα Γκράντε. | That's the purest style and that's the style that Joe and I had climbed Siula Grande. |
Υποπτεύομαι ότι εσύ και εγώ το κολλήσαμε όταν αναρριχηθήκαμε στο δεύτερο φαράγγι. | I suspect you and I were contaminated... when we climbed into the second ravine. |
"Οι φύλακες",αναρριχήθηκαν στην ταράτσα του τζαμιού ... " ".. από χθες το βράδυ και σήμερα το πρωί κατεδάφισαν ... " "... το οικοδόμημα του τζαμιού, ενώ φώναζαν συνθήματα. " | 'These guards 'Sevaks' climbed on the terrace of the mosque... ' '... since last night and today morning they demolished... ' '... the structure of the mosque while shouting slogans.' |
Έσπασαν το παράθυρο και αναρριχήθηκαν μέσα. | He broke the window and climbed in. |
Ο Mallory και ο Irvine αναρριχήθηκαν από την Βόρεια πλευρά, στην κόχη για την κορυφή, όπου το Δεύτερο Βήμα έκλεινε το δρόμο τους. | Mallory and Irvine climbed the North Face, up towards the summit ridge where the Second Step blocked their path. |
Οι Σέντλμάιερ και Μέχρινγκερ ξεκίνησαν από εδώ... και αναρριχήθηκαν ευθεία προς τα πάνω. | Sedlmayer and Mehringer started here... and climbed straight upward. |
"...γιατί η προσευχή και η θεία χάρη είναι η μόνη σκάλα για να αναρριχηθείτε στον Παράδεισο!" | "...for prayer and blessing are the only ladder which you can climb to Paradise!" |
Έτσι μπορείτε να εκπαιδεύσετε, να ανυψώσετε τα βάρη, αναρριχηθείτε σε εκείνη την ηλίθια σιταποθήκη μέχρης ότου εκρήγνυται η καρδιά σας, αλλά δεν θα είστε ποτέ τόσο γρήγοροι όσο είμαι. | So you can train, lift weights, climb that stupid barn till your heart explodes, but you'll never be as fast as I am. |
Εάν είστε κρέμασμένoς αριστερά, δεν θα είστε σε θέση να αναρριχηθείτε πρoς τα πάνω ή πίσω πρός τά κάτω. | If you're left hanging, you won't be able to climb back up or drop down. |
Θα αναρριχηθείτε επάνω μαζί μου; | Want to climb up with me? |
Και έπειτα πηγαίνετε αναρριχηθείτε επάνω σε εκείνο το αεριωθούμενο αεροπλάνο και εσείς, το άτομό μου, πρόκειται να παντρευτεί. | Andthenyou'regoingto climbupon thatjet andyou,my man, aregoingto getmarried. |
'Εχει αναρριχηθεί ξανά μετά τη Γιούτα; | Has he climbed since Utah? |
Έτσι, νόμιζαν ότι είχαν αναρριχηθεί σε πολύ υψηλά πεδία στο σύμπαν. | So they would think that they had climbed to very high plains in the universe. |
Θα πρέπει να αναρριχηθεί έξω από το παράθυρο ή κάτι. | He must have climbed out of the window or something- |
Μόλις αναρριχηθεί στα 15.000 μέτρα, αυτό το αεροπλάνο κάνει κάτι που δεν γίνεται στις συνηθισμένες πτήσεις. | Once we've climbed to 15,000 metres, this plane does something no ordinary flight would do. |
Το να αναρριχάσαι σε όρη που δεν έχει αναρριχηθεί κανείς ήταν αυτό που με ωθούσε να προχωρήσω στην αναρρίχηση. | To climb mountains that have not been climbed before, or a new route at a mountain is what my climbing life had been moving towards. |