Όταν είσαι γιατρός, θέλεις απλά να ανακουφίζεις από τα βάσανα και τον πόνο. | When you're a doctor, you just want to alleviate suffering and pain. |
Για να ανακουφίζεις τις απογοητεύσεις σου με τον 'ντριου. | Hmm? To alleviate your frustrations with Andrew. I recommend proper correspondence. |
Με την ενεργοποίηση σωστών σημείων, αυξάνεις την κυκλοφορία ανακουφίζεις πόνο ή ακόμα αφήνεις κάποιον αναίσθητο. | By activating the right energy points, you can increase circulation alleviate pain or even render a man unconscious. |
Μπορεί να ανακουφίζεις την ενοχή σου, υποκρινόμενος ότι είναι η απόφασή μας. | You alleviates their guilt, doing that is our decision. |
Δεν είναι το θαυματουργό φάρμακο ήλπιζε για, αλλά ανακουφίζει τα συμπτώματα. | It's not the miracle cure he was hoping for, but it alleviates the symptoms. |
Σε ευχαριστώ που φέρνεις το φάρμακο που ανακουφίζει τον πόνο μου. | Thank you for bringing the medicine that alleviates my pain. |
"... ή να τ' ανακουφίζουμε, τουλάχιστον. | "...or alleviate it, at least |
Δικαιολογούμαστε να 'μαστε σίγουροι ότι τα πειράματα σε ζώα ανακουφίζουν σε μεγάλο βαθμό τον ανθρώπινο πόνο; | Are we justified in feeling confident that animal experimentation greatly alleviates human suffering? |
Η Επιστήμη έχει αναπτύξει φάρμακα που ανακουφίζουν και κάποιες φορές εξαλείφουν τον σωματικό πόνο και κάποια απ' αυτά φαίνεται πως βοηθούν στην εξάλειψη και του συναισθηματικού πόνου. | Science has developed drugs that can alleviate and, in some cases, eliminate our physical pain, and some of those same drugs are now proving helpful in eliminating our emotional pain. |
Κάποιοι ανακουφίζουν τον διακαή πόθο τους... με μικρές ευγενικές χειρονομίες. | Some alleviate their burning desire with small acts of kindness. |