Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ανακουφίζομαι (stretch) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ανακουφίζομαι
ανακουφίζεσαι
ανακουφίζεται
ανακουφιζόμαστε
ανακουφίζεστε
ανακουφίζονται
Future tense
θα ανακουφιστώ
θα ανακουφιστείς
θα ανακουφιστεί
θα ανακουφιστούμε
θα ανακουφιστείτε
θα ανακουφιστούν
Aorist past tense
ανακουφίστηκα
ανακουφίστηκες
ανακουφίστηκε
ανακουφιστήκαμε
ανακουφιστήκατε
ανακουφίστηκαν
Past cont. tense
ανακουφιζόμουν
ανακουφιζόσουν
ανακουφιζόταν
ανακουφιζόμαστε
ανακουφιζόσαστε
ανακουφίζονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ανακουφίζου
ανακουφίζεστε
Perfective imperative mood
ανακουφίσου
ανακουφιστείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'stretch':

None found.