- ανακλά περισσότερο το φως. | Which reflects more light! |
Έναν καθρέφτη που ανακλά τα πάντα που βρίσκονται απέναντι. | A mirror which reflects everything and everyone in front of it. |
Κοίταξε πώς το φως ανακλά το πράσινο του δυόσμου από την επιφάνεια του! | Look at it, Mother. See how the light reflects a spearmint green from its surface. |
Ο εργολάβος χρησιμοποίησε φθηνότερο υλικό... - το οποίο ανακλά... | The contractor uses a cheaper material which reflects... |
Γι αυτό είναι καθαροί, γι αυτό ανακλούν το φως και τους βλέπουμε από την Γη. | That's why they're clean, that's why they reflect sunlight and we can see them from Earth. |
Οι τοίχοι της αίθουσας ανακλούν την κατευθυνόμενη ενέργεια. | The walls of this chamber reflect directed energy. |
Σαν Τε, θέλω να χτυπάς τους στύλους που ανακλούν το φως. | San Ta, hit the reflecting poles. |
- Ήταν εκεί και ανακλούσε το φως. | It was just lying right over there. It was reflecting off the light. |
Τα τοιχώματα πρέπει να έχουν ανακλάσει τις ριπές μας. | The walls must have reflected our blasts. |
Ρίχνεις κάθε άμυνα και είναι όλα καθρέπτες ανακλώντας τα συναισθήματα και των δύο βαθύτερα και βαθύτερα ώσπου, κάππυ κατά μήκος της γραμμής οι ψυχές ενώνονται και είναι ένα συναίσθημα τόσο βαθύ που σε κάνει να πονάς. | You drop every defense and it's all mirrors reflecting each other's feelings deeper and deeper until, somewhere along the line your souls mix and it's a feeling so profound it makes you hurt. |
Υποθέτω ότι το πρώτο ζευγάρι δούλεψε τόσο καλά ανακλώντας το φως... και έτσι αυτός που τα φορούσε γινόταν αόρατος. | I guess his first pair worked so well at reflecting light, they made the wearer invisible to the human eye. |