Ο μπαμπάς μου ανακατασκευάζει μηχανές στο γκαράζ. | My dad rebuilds engine blocks in the garage. |
Πότε λες να αρχίσουμε να το ανακατασκευάζουμε; | When are we rebuilding, anyway? |
Συνεχώς ανακατασκευάζετε τον εαυτό σας σε κυτταρικό επίπεδο. | You are constantly rebuilding yourself at the cellular level. |
Θα συνεχίσουν να ανακατασκευάζουν τα σκάφη τους και θα στέλνουν περισσότερα. | They'll continue rebuilding their ships and send more. |
Οι 'σγκαρντ είναι απασχολημένοι να ανακατασκευάζουν, το οποίο σημαίνει δεν είναι τριγύρω να προστατέψουν και πολύ. | The Asgard are busy rebuilding, which means they haven't been around to do much protecting. The Galaran's feel like they need to play catch up. |
Α ανακατασκεύασα τα μέρη των παλιών εξαρτημάτων, έτσι ταιριάζουν οι αριθμοί. | I rebuilt the old stock parts, so the numbers match. |
Ξέρεις, την ανακατασκεύασα δεν μπορούσα να την αφήσω να πάει στα παλιοσίδερα. | Well, you know, I just rebuilt her. - Can't let a car like this one go. |
΄Ηξερες ότι ο πατέρας του Jong-ho ανακατασκεύασε το σπίτι του; | Did you know Jong-ho's father rebuilt his house? |
Επέζησε και είχαν την ανακατασκεύασε, και την επόμενη φορά που είδα ήταν στο Maui, όπου ζω, και μας αυτοκίνητο των ανθρώπων, ηλίθια προχειρότητα ημερομηνίες ότι έχουμε την τάση να είναι, | It survived and they had it rebuilt, and the next time I saw it was in Maui, where I live, and us car people, stupid sloppy dates that we tend to be, |
Με ανακατασκεύασε. | She rebuilt me. |
Tο ανακατασκευάσαμε όσο μπορούσαμε μετά την πτώση του στα τέλη του '40. | We rebuilt it as best we could after it crash-landed in the late '40s. |
- ...το ISP και ανακατασκευάζοντας... | Until we stop 'em. - ...to ISP and rebuilding... |
Καταλήξαμε ανακατασκευάζοντας αυτό. | We just finished rebuilding this. |
Το εξόπλισες, έχεις ανακατασκευάσει μηχανές και υπολογιστές. | You've armed it, you've rebuilt its engines and computers. |