Γιατί ανακαλείς μνήμες από τη ζωή μας, γιατί μου τα θυμίζεις αυτά; | Why did you recall our bodices, why remind me of them? |
Πώς είναι να ανακαλείς τα πιο τετριμμένα γεγονότα; | - How is it that you recall the most trivial events? |
Μην ανακαλείς μόνο τις καλές μνήμες. | Don't just recall the good memories |
Ο Σπάρτακος προσπαθεί να μετατρέψει τη νίκη μας σε στάχτη κι εσύ ανακαλείς τους άντρες σου; | Spartacus attempts to turn victory into ash and you recall your men? |
Αλλά αναρωτιέμαι, γιατί δεν ανακαλείς, τους νεανικούς σου ενθουσιασμούς, και παρασύρεσαι από αυτούς; | But I wonder, do you not recall the enthusiasms of your own youth and being carried away by them? |
Γι' αυτό σας ανακαλούμε. Με ανακαλείτε επειδή φοβόσαστε την μη "αποδεκτή συμπεριφορά". | No, I'm being recalled because you're afraid... of anything that doesn't conform to your idea of acceptable behaviour. |
Απλά δε λειτούργησες, για αυτό σε ανακαλούμε. | You just didn't work out, so you're being recalled. |
Αλλά ο Αλέιν πιστεύει ότι κάθε φορά που ανακαλούμε μια ανάμνηση είναι σαν να δημιουργούμε μια νέα από την αρχή. | But Alain believes that every time we recall a memory, it is like we are creating a brand-new memory all over again. |
Όταν ανακαλούμε μια ανάμνηση αυτή γίνεται πάλι ενεργή, και αρχίζει να βουίζει από ηλεκτρική δραστηριότητα. | When you recall a memory, it becomes active again, and it becomes buzzing with electrical activity. |
Φυσικά, φυσικά... αλλά ανακαλούμε όλες τις κάρτες. | - Oh, of course, of course, but we are recalling all the cards. |
Τι εύχαριστες αναμνήσεις ανακαλούν. | What fond memories they recall. |
Με ανακαλούν. | I've been recalled. |
- Λες να τις ανακαλούν; | - Think they're being recalled? |
Σαν τον διάολο μπορείς. Αυτές είναι διαταγές που σε ανακαλούν σε ενεργό καθήκον σαν μία βασική μάρτυρα σε ένα σοβαρό αδίκημα. | These are orders recalling you to active duty as a material witness in a capital offense. |
- Όταν οι άνθρωποι λένε την αλήθεια δεν νιώθουν την ανάγκη να ανακαλούν λεπτομέρειες πολλά χρόνια αργότερα. | When people are telling the truth, they don't feel the need to recall small details many years later. |
Πριν τον τυφώνα, ανακάλεσα όλες τις ασκήσεις εκτός από μία. `Εξι Ρέιντζερ με το λοχία τους στη ζούγκλα. | Tom, look, before this hurricane hit I recalled all exercises except for one a six-man Ranger team and their Black Hat out in the bush. |
Γιατί ανακάλεσες το Λευκό 'στρο 27; | Why did you recall White Star 27? |
Τους ανακάλεσες. | You recalled them. |
Λούσιφερ, ανακάλεσε όλα τα μαχητικά αμέσως! | Lucifer, recall our fighters at once! |
Ντεράν, ανακάλεσε τα μαχητικά σου. | Deeron, recall your fighters. |
Ο Γκάουρον απέλασε όλους τους πολίτες της Ομοσπονδίας από την Αυτοκρατορία των Κλίνγκον και ανακάλεσε τους πρέσβεις του από την Ομοσπονδία. | In response... Gowron has expelled all Federation citizens from the Klingon Empire and recalled his Ambassadors from the Federation. |
Ο Μεγάλος Νέιγκους σας ανακάλεσε και τους δύο. | The Grand Nagus has recalled you both. |
Υ ποσμηναγέ, ανακάλεσε τα μαχητικά. | Lieutenant, recall the Fighters. |