Η εταιρεία ανακαινίζει και εκχωρεί κτίρια. | The company renovates and releases buildings. |
- Το ανακαινίζουμε και το πουλάμε. | Okay, so then we renovate it and we sell it. |
Θα επαναλάβεις ότι αυτή είναι μια προσωρινή μετεγκατάσταση ενώ ανακαινίζουμε τη La Catedral για να την κάνουμε ασφαλέστερη για αυτόν. | You'll reiterate that this is a temporary relocation while we renovate La Catedral to make it safer for him. |
Μήπως ανακαινίζουμε το δρόμο μας προς ένα καλύτερο μέλλον; | Do we renovate our way to a better future? |
Τα ανακαινίζουμε και τα πουλάμε. | We, uh, renovate 'em and sell 'em. |
Και έτσι λοιπόν μπορείτε να κόβετε τους μισθούς των εργαζομένων... ενώ ανακαινίζετε το εξοχικό σας στη λίμνη Τζενίβα; | Uh, so it's okay to cut your employees' wages while you renovate your summer home on Lake Geneva? |
Ο αδελφός μου, ο Φλόριεν, έχει ένα διαμέρισμα που ανακαινίζετε. | My brother Florien has an apartment that's being renovated. |
- Μα μόλις ανακαίνισα όλο τον 2ο όροφο! | But I just renovated the entire second floor. |
Αγόρασα το σπίτι των ονείρων μου, το ανακαίνισα και ούτε που το ήξερα. | I bought my dream home, renovated it and didn't even know it. |
Μόλις ανακαίνισα την κουζίνα μου, είναι σαν ένα είδος γιορτής.. | I just renovated my kitchen so it's kind of a celebration. |
Την κυρία την ανακαίνισα το απόγευμα στης κας Wiggs. | The lady that I renovated down at Mrs. Wiggs' this afternoon. |
Το ανακαίνισα και το έκανα σπίτι. Είναι πολύ όμορφο. | I've re-renovated it to be my home |
Ήταν μια παλιά φαρμα που ανακαίνισε. | It was an old farm that he renovated. |
Η Κίρστεν ανακαίνισε τους στάβλους και το πάρκο. Και το ξαναπούλησε στους αρχικούς ιδιοκτήτες στα διπλά λεφτά. | You know, Kirsten is the one who renovated the stable and the park, then sold it back to the original owners at twice the cost. |
Μετά από λίγο καιρό ανακαίνισε το μέρος και άνοιξε δική του κλινική. | After a while he renovated the place and opened his own clinic |
Ο ιδιοκτήτης ανακαίνισε και επίπλωσε όλο το κτήριο με τις μεγαλύτερες και καλύτερες ανέσεις. | The owner completely renovated and refurbished the entire unit with all the latest and greatest amenities. |
Σ'ένα άλλο σπίτι που ο Τζέικομπ ανακαίνισε. | At another house Jacob renovated. He put her there. |
-Και το ανακαινίσαμε... | And renovated it with my mother's money. |
Εδώ έχουν γίνει πιο πολλά πάρτι από τον στάβλο που ανακαινίσαμε στις Βρυξέλλες. | This place has seen more soirees than that barn we renovated in Brussels. |
Και πριν λίγα χρόνια ανακαινίσαμε την αίθουσα αναμονής για να παρέχουμε... | And a few years ago, we renovated the waiting room to provide... |
Κοίτα, οι φίλοι μου και εγώ ανακαινίσαμε μια δεξαμενή με λασπόνερα από τη δεκαετία του 1950 στο Μπρούκλιν. Την μετατρέψαμε σε μια όμορφη λέσχη για γράπα. | Look, my friends and I renovated this 1950s sludge tank in Brooklyn, turned it into a pretty cool grappa lounge. |
Την ανακαινίσαμε πέρσι. | We renovated last year. |
- Όταν ανακαίνισαν το γυμναστήριο... - Βρήκαν μπογιά μολύβδου εκεί. | And I know when they renovated the gym, they found a ton of lead paint in there. |
Έψαξα τους εργάτες που ανακαίνισαν την κουζίνα του θύματος. | So I ran the workmen who renovated your vic's kitchen. |
Όμως ποτέ δεν το ανακαίνισαν. | But it wasn't renovated then. |
Πριν δέκα χρόνια, ανακαίνισαν το σιντριβάνι. | Ten years ago, they renovated the fountain. |
Eίπε ότι ανακαίνιζε το σπίτι του στο Μπιζιέ. | He said he was renovating his house in Bésieux. |
Νομίζεις ότι ανακαίνιζαν το ίδιο νεοκλασικό για 15 χρόνια; - Πάμε. | You think they were renovating the same mid-century colonial for 15 years? |
Ούτε όταν ανακαίνιζαν το μέρος. | Not even when they were renovating the place. Fools. |
Ήταν εδώ για μήνες, ανακαινίζοντας αυτό το σπίτι το 2000, έλα! | He was here for months renovating this house in 2000. Come on! |
Αλλά είσαι τυχερός αν έχεις λεφτά, γιατί ανακαινίζοντας τα υδραυλικά σου Θα σου κοστίσει ένα χέρι ή ίσως ένα πόδι όπως λέμε εδώ πέρα. | But you're lucky if you've got money, because renovating your plumbing is gonna cost you an arm, and maybe a leg, as we say around here. |
Ξόδεψα έξι χρόνια ανακαινίζοντας αυτό το μέρος. | Spent six years renovating this place. |
Η κουζίνα... θέλω να πω ότι, ο Ντέμιαν είχε ανακαινίσει όλο το χώρο. | Well, the kitchen-- I mean, Damian had the entire thing renovated. |
Οι Έμερι είχαν πρόσφατα ανακαινίσει το σπίτι. | The Emerys had recently renovated their house. |