Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ακριβοπουλώ (sharpen) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ακριβοπουλώ
ακριβοπουλάς
ακριβοπουλά
ακριβοπουλούμε
ακριβοπουλάτε
ακριβοπουλούν
Future tense
θα ακριβοπουλήσω
θα ακριβοπουλήσεις
θα ακριβοπουλήσει
θα ακριβοπουλήσουμε
θα ακριβοπουλήσετε
θα ακριβοπουλήσουν
Aorist past tense
ακριβοπούλησα
ακριβοπούλησες
ακριβοπούλησε
ακριβοπουλήσαμε
ακριβοπουλήσατε
ακριβοπούλησαν
Past cont. tense
ακριβοπουλούσα
ακριβοπουλούσες
ακριβοπουλούσε
ακριβοπουλούσαμε
ακριβοπουλούσατε
ακριβοπουλούσαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ακριβοπούλα
ακριβοπουλάτε
Perfective imperative mood
ακριβοπούλησε
ακριβοπουλήστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'sharpen':

None found.