Έπρεπε να κάνω κάτι, οπότε τον ακολουθώ για κάνα-δυο τετράγωνα, τον χάνω για ένα λεπτό περίπου, και μετά –μπουμ! – στρίβω την γωνία, και βρίσκω αυτό. | I had to do something, so I tail him for a couple blocks, lose him for about a minute, then, boom, I round the corner, and I find this. |
Ότι θα σου πώ τώρα δεν έχει με τίποτε να κάνει με τα προσωπικά μου αισθήματα, όμως αφού είμαι στρατιώτης, μπορώ μόνο να ακολουθώ της διαταγές μου. | What I'm about to say to you now has nothing whatever to do with my personal feelings, but since I am a soldier, I can only follow my orders. |
Απλά λέω πως δεν έχει νόημα να σε πληρώνουμε να κάνεις μια δουλειά αν χρειάζεται να σε ακολουθώ για να τα ξανακαθαρίζω. | I'm just saying there's no point in paying you to do a job if I'm gonna have to follow after everything and clean up after you. |
Δεν έχω το δικαίωμα να κάνω κάτι πέρα απ' το να σε ακολουθώ και να ανοίγω πόρτες; | Doesn't that afford me the right to do anything more than follow you around and open doors? |
'Αλλο να λες ότι ακολουθείς τη Βίβλο... και άλλο να το κάνεις. | Well, that's good to hear. But it's a lot easier to say that you live by 'the Book' than to actually do it. |
- ...αλλά εσύ δεν ακολουθείς κανόνες. | - but you don't follow rules. |
- Αλλά γύρισες πίσω και με ακολουθείς; | But then you double back and you follow me? |
- Από πότε ακολουθείς κανόνες; | - Since when do you follow rules? |
"Αν κάποιος δεν συμβαδίζει με τους συντρόφους του, "ίσως ακολουθεί διαφορετικό τυμπανιστή. | If a man does not keep pace with his companions... perhaps it's because he hears a different drummer. |
#Ωστόσο το φεγγάρι δεν πίνει #Και η σκιά μου απλά ακολουθεί το σώμα μου. | Yet the moon does not drink, and my shadow merely follows my body. |
'κου, αν παρατηρήσεις ότι κάποιος σ' ακολουθεί ήοτιδήποτεάλλοπερίεργο και ασυνήθιστο, τρέξε. | Listen, if you see that someone is following you, somethingweird,anything it does not fit, get |
- Δεν ξέρω. Με ακολουθεί. | What does he actually know? |
Άνθρωποι σαν εσένα και μένα, που δεν ακολουθάμε τους κανόνες τους, πάντα θα είμαστε σαν εχθροί για αυτούς. | People like you and me, people who don't follow their rules, we'll always be the enemy to them. |
Αυτός ο ημίθεος θέλει να ακολουθάμε τις καρδιές μας, να κάνουμε το σωστό, να αγνοούμε τους νόμους, να κάνουμε εξεγέρσεις ενάντια της τάξης και να αψηφούμε την πόλη. | This half-god would like us all to follow our hearts, to do what's right, to ignore the laws, to rebel against order and defy the state. |
Γιατί παίρνουμε μια απόφαση... καλή απόφαση, να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα για εμάς... και μετά δεν την ακολουθάμε. | Because we make a decision... a good one, to make things better for ourselves... then we don't stick to it. |
Εντάξει, κάθεται εδώ το βράδυ, την ακολουθάμε το πρωί, και βλέπουμε τι έχει σκοπό να κάνει με το αρχείο. | Okay, um, she's spending the night, we follow her in the morning, and we see what she's doing with the file. |
- Τι κάνετε εδώ; Μ' ακολουθάτε; | What are you guys doing here? |
Τι στο διάολο μ' ακολουθάτε από πίσω σαν κλανιά; | What are you guys doing? You're following me around like a bad smell. |
Απερίσκεπτοι είναι αυτοί που δεν ακολουθάνε το μονοπάτι. | Foolhardy are those who do not follow the path. |
'λλο ένα κορίτσι είναι νεκρό επειδή ακολούθησα λάθος δρόμο. | Leon was scum. He was gonna kill some innocent girl if you didn't stop him. |
- Όταν δεν ήρθες στο σημείο συνάντησης, ακολούθησα τα ίχνη σου από το σημείο του ατυχήματος. | When you didn't show at the rendezvous point, I backtracked and picked up your trail from the crash. |
- Όχι, αλλά τον ακολούθησα σπίτι του. | - No, but I did follow him home once. |
- Δεν σε ακολούθησα. | I didn't follow you to the bar. |
'ρα ακολούθησες τον Ντουάιτ και είδες τι έκανε στο μονοθέσιο. | So, you followed Dwight. Watched what he did to the car. |
- Αντ' αυτού, τον ακολούθησες. | So instead you followed him. No, I didn't. |
- Γιατί δεν ακολούθησες τη δίοδο; | - Why didn't you take the corridor? - What corridor? |
- Γιατί δεν τον ακολούθησες; | Why didn't you follow him? |
'Ετσι τον ακολούθησε ο Ουίλμερ κι έκανε ό,τι έκανε. | So Wilmer followed him back to the hotel and did what he did. |
'ρα η Μελίσσα ακολούθησε την 'λι εκεί, ή η 'λι ακολούθησε την Μελίσσα; | So did Melissa follow Ali there, or did Ali follow Mellissa? |
- 'ρα ακολούθησε τις διαταγές σου; | -So did he follow your orders? -Didn't have a choice. |
- Γιατί το είδε; - Γιατί με ακολούθησε. | And why did she sort of see that? |
- Δε σε ακολουθήσαμε από το Σαν Φρανσίσκο για να παίξουμε τσάμπα, αδερφέ. | We didn't follow you from San Francisco to play for free, man. |
- Δεν την ακολουθήσαμε. | - We didn't follow it. |
Ότι δεν ακολουθήσαμε τις διαταγές της πριν μήνες ...γιατί έπρεπε να καθαρίσεις για το λύκο σου; | That we didn't carry out a decree issued months ago because you were out cleaning up after your wolf? |
Ακουγόταν πράγματι συ- γκλονισμένο που δεν ακολουθήσαμε τους κανόνες. | Sounded truly shocked that we didn't follow the rules. |
- Γιατί ακολουθήσατε τη Μις Γιανγκ; | Why did you follow Miss Young? |
- Γιατί δεν το ακολουθήσατε με τον Μικ; | And why didn't you and Mick follow? |
- Με ακολουθήσατε; | - You followed me, didn't you? |
- Τι αγωγή ακολουθήσατε; | - How did you treat them? - I treated them both with pain medication. |
"Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ δεν απάντησαν, αλλά ακολούθησαν τους γονείς στο δάσος." | "HanseI and gretel did not reply, but followed their parents into the forest." |
- Δεν μας ακολούθησαν. | They didn't follow us. Of course not. |
- Εντάξει, αλλά... αν οι πράκτορες ακολούθησαν το πρωτόκολλο, πως χάκαρε το καρτέλ τα κινητά τους αρχικά; | Okay, but if the agents followed protocol, how did the cartel hack their phones in the first place? |
- Μην ανησυχείτε. Αυτοί οι ηλίθιοι δεν μας ακολούθησαν. | Those idiots didn't follow us. |
Τις οδηγίες σου ακολουθούσα, κε προπονητά. | All I was doing was following your game plan, coach! |
Έκανες τη δουλειά σου, ακολουθούσες διαταγές. | You were doing your job, you were following orders. |
Αν ακολουθούσε κάποιο σχέδιο, τότε έκανε καλή δουλειά. | If she was following a plan, she was doing a good job of it. |
Ξέχασα να ρωτήσω τον Ράντι γιατί ακολουθούσε εκείνον τον τύπο με το στενό ριγέ παντελόνι. | I forgot to ask Randy what he was doing following that guy with the tight striped pants. |
Τι ήταν αυτό το ίχνος που ακολουθούσε? | It'd help to start with what Lyla was doing in Moscow in the first place. |
Αν και είμαι σίγουρος ότι χθες ακολουθούσαν το (ανάποδο) αγγλικό σύστημα. | I'm fairly sure that yesterday they were doing the British system. |
Εκείνοι οι δύο τύποι ακολουθούσαν τις διαταγές της Σάντα Σεκέρτσι. | Those two guys were doing Shada Shakarji's bidding. |
- Θεέ μου. Υπουργέ μην πάρετε την πτήση που έχετε κλείσει, ακολουθήστε το πρωτόκολλο έκτακτης ανάγκης. | Minister, don't take your booked flight, follow emergency protocol. |
...ακολουθήστε αυτούς τους κανόνες, ...και θα αισθάνεσθε πάντα σαν στο σπίτι σας. | ...and it's bucketing down. Follow these simple rules and you will always feel at home in London. |
1013, ακολουθήστε με. | I gotta do this, Sarge. |
Bluestreak, Prowl, ακολουθήστε τους. | -Bluestreak, Prowl, follow them. But don't bite off more than you can shred. |
Count Riario σας εγκατέλειψε για να ακολουθήσει κάποια μυστηριώδη βιβλίο. | Count Riario abandoned you to pursue some mysterious book. |
Ένα μάθημα που αυτός ο δύστυχος θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει. | A lesson this unfortunate would have done well to heed. Does he have a name? |
Όμως όταν όλα αυτά ξαφνικά πραγματοποιούνται... αναρωτιέσαι τι θα ακολουθήσει... | And when they're all suddenly done you're going... mhm huh well... why... what next? |
Όταν του ζητήθηκε να ηγηθεί, ηγήθηκε, και όταν του ζητήθηκε να ακολουθήσει, το έκανε κι αυτό. | When he has been asked to lead, he has led. And when he has been asked to follow, he has done that as well. |
- Έκανα τη δουλειά μου, ακολουθώντας... | I was just doing my job by following the guidelines... |
- Είμαι ακολουθώντας πιστά τις εντολές του! | I'm doing exactly what you ordered. |
Ήταν εκεί ακολουθώντας την υπόθεση της συζύγου του, για να σιγουρευτεί ότι το τμήμα του Ντένβερ έκανε τη δουλειά του. | He was there following up on his wife's case, making sure the Denver P.D. was doing its job. |
Αλλά, θέλω να πω, εμείς απλά κάναμε τη δουλειά μας, ακολουθώντας οδηγίες του αρχηγού μας. | But, I mean, we were just all doing our jobs, following our Captain's lead. |