'ρχισα να αιμορραγώ. | I started to bleed. |
-Θα αιμορραγώ κι εγώ; | - Do I have to bleed? |
Άρχισα να αιμορραγώ ασταμάτητα. | I started to bleed, and it wouldn't stop. |
Από την άλλη, χαίρομαι που αιμορραγώ, που νιώθω τον πόνο. | But on the other, it felt good to bleed, to feel pain. |
Για να τρυπήσω την σπληνική αρτηρία, και να αιμορραγώ γρηγορότερα. | To puncture the splenic artery, to bleed out faster. |
"Μην τους αφήσεις ποτέ να σε δουν να αιμορραγείς". | Never let them see you bleed. |
"Ντυμένη στα μαύρα, δεν αιμορραγείς όπως κάθε γυναίκα ανάμεσα απ' τα πόδια! | "Dressed in black, you do not bleed like a woman should bleed between the legs! |
'Αλεξ, αιμορραγείς. | Alex, you're bleeding. |
'Ομως αιμορραγείς. | But you're bleeding. |
'Οσο τρέχεις, τόσο θα αιμορραγείς. | You keep running, you're gonna bleed out. |
"Η καρδιά μου αιμορραγεί για τον αθώο γιό μου. " | "My heart bleeds. for my guiltless son. " |
- Για να λύσει την υπόθεση του Αστυφύλακα Αν, η Ίν Χα δεν έχει κοιμηθεί για μέρες, και περπατάει με ματωμένα πόδια, ενώ η μύτη της αιμορραγεί. | She's been trying to solve Officer Ahn's case. She hasn't slept for days. She's been getting nosebleeds and running til her feet bled. |
- Είπες πως αν σου φέρω... - Σκάσε! Μπορούμε να κάτσουμε εδώ, ενώ ο Τσάρλυ αιμορραγεί μέχρι θανάτου και δε θα δεις ποτέ ξανά το Σάμι. | You said that if I got you-- or we're gonna sit here while Charlie bleeds to death, and you're never gonna see Sammy again. |
- Η αδερφή σου ακόμα αιμορραγεί. | - It still bleeds. |
- Κι αν συνεχίσει να αιμορραγεί; | And if the aneurysm still bleeds? |
- Μην ξεχνάς ότι αιμορραγούμε. | - You can't forget that we're bleeding. |
Όλοι μας αιμορραγούμε. | We all bleed. |
Αιμορραγούμε οικονομικά ...για το μόνο πράγμα που δεν θα έπρεπε να αιμορραγούμε. | We are bleeding red ink, which is the only thing we should not be bleeding. |
Αλλά μπορούσαμε να είμαστε εμείς εκεί, να αιμορραγούμε μέχρι θανάτου! | But that could've been us lying there, bleeding! |
Αν μία νιώσει πόνο, όλες αιμορραγούμε. | And if you should feel pain we all bleed. |
"Σας παρακαλώ, σταματήστε να αιμορραγείτε." | "Stop bleeding, oh, God, please stop bleeding." |
- Βλέπετε ότι αιμορραγείτε στο νυφικό; | Okay,do you see that you're bleeding all over the dress? |
- Μηv αιμορραγείτε στηv καρέκλα μου. | - Don't bleed on my chair. - No sir. |
Ίσως να αιμορραγείτε μπορεί να- | - Oh, bleeding, never! |
Όπως είπα, δεν μπορούσα να σας αφήσω έξω στη βροχή να αιμορραγείτε έτσι. | Like I said, I couldn't leave you out in the rain bleeding like that. |
'λλες μπορεί να τοποθετηθούν με το κεφάλι σε σωλήνες ώστε να περιοριστούν οι κινήσεις τους όσο αιμορραγούν μέχρι θανάτου. | Others may be placed head-first in tubes to restrict their movement while they slowly bleed to death. |
'φησες 18χρονα αγόρια να αιμορραγούν μπροστά σου; | You let those 18-year-old boys bleed out in front of you? |
- Όχι, αιμορραγούν τα μάτια μου; | No, no. Are my eyes bleeding? |
- Αιμό... αιμό... αιμό... αιμορραγούν. | They're-they're-they're bleeding. |
- Τα αυτιά του αιμορραγούν! | -His ears are bleeding! |
- Η μεγάλη ποσότητα από ξεραμένο αίμα στα ρούχα του δείχνει ότι αιμορράγησε από διεισδυτικό τραύμα σε ένα από τα σημαντικότερα αιμοφόρα αγγεία. | The high volume of dried blood on the victim's clothing indicates that he bled out from a penetrating trauma to one of the major blood vessels. That would indicate assault. |
Έβγαλαν τον όγκο, έφτιαξαν την καρδιά, αλλά αιμορράγησε στο μάτι. | They got the tumor, repaired her heart, but she bled out of her eye. |
Έχω να δω τόσο αίμα από το πρωί που εκείνο το παιδί αιμορράγησε απ' τον κώλο του. | I haven't seen this much blood since that kid bled out his hatch this morning. |
Ίσως να αιμορράγησε μέχρι θανάτου. | Maybe he bled out. |
Όχι, αιμορράγησε μέχρι θανάτου. | No, he bled to death. |
Η Τζένι δεν αιμορράγησε μέχρι θανάτου αλλά την αιμορράγησαν μέχρι θανάτου. | Now, Jenny didn't bleed to death, she was bled to death, so they took her blood. |
Και όταν έπρεπε να αιμορραγήσει η μήτρα της... αιμορράγησαν όλα. | And when her uterus was supposed to bleed, everything bled. |
Ήταν στον πυροβολισμό του σχολείου, και αιμορραγούσα. Και νόμιζα ότι θα πεθάνω. | It was the school shooting,okay,and I was bleeding.I thought I was gonna die. |
Όταν έχασα το μωρό, εγώ αιμορραγούσα. | I was bleeding... after the baby was gone. |
Όταν με πρωτοείδες... και αιμορραγούσα... δεν ήταν λόγω... | When you first saw me and I was bleeding... I wasn't... |
Επειδή αιμορραγούσα. | Because I was bleeding. |
Και είχες γεμίσει τον τόπο με το αίμα σου και εγώ αιμορραγούσα. | And you were bleeding all over the place, and I was bleeding and ... |
- Όχι, συνελήφθη ενώ εσύ αιμορραγούσες. | No, Bello was arrested while you were bleeding out on the floor. |
Δεν κατάλαβες πόσο πολύ αιμορραγούσες; | Can you tell how bad you were bleeding? |
Διέκοψε με τώρα αν είχες αμνησία ή αν αιμορραγούσες μέχρι θανάτου στα επείγοντα. | stop me now if you had amnesia or you were bleeding to death in an E.R. |
Εγώ ξέρω πως αιμορραγούσες όταν σε έβγαλαν απ' το νερό. | I know you were bleeding when they pulled you from the water. |
Εσύ αιμορραγούσες. | You were bleeding. |
"Δεν έτρεξα πίσω του γιατί χρειαζόταν "να βοηθήσω την Κουμπά, που αιμορραγούσε. " | I didn't go after him because I needed to help Khoumba whose eyebrow was bleeding." |
"Να είσαι φρόνιμος, το καλό που σου θέλω." Κι αιμορραγούσε. | Like you better be good or else. And he was bleeding. |
'ρα δεν είναι δικό της. Ίσως σταθήκαμε τυχεροί και ο δολοφόνος αιμορραγούσε. | So it's not hers,which means we might have gotten lucky and the killer was bleeding. |
- Δεν αιμορραγούσε όταν μαλώσαμε. | Mr. Wolfe, you didn't mention that he was bleeding. He wasn't bleeding when we fought. |
- Μα αιμορραγούσε πολύ. | - She was bleeding. |
Αν αιμορραγούσαμε εμείς, δε θα σήκωνε ούτε το δαχτυλάκι του, το ξέρεις, θα μας σκότωνε και τους δυο. | If we were bleeding he would have not lifted a finger, you know that-- he was gonna kill us both. |
Καταρρεύσατε, και σας χειρούργησαν επειγόντως επειδή αιμορραγούσατε εσωτερικά. | Uh, you collapsed and they performed emergency surgery because you were bleeding internally. |
'Οταν ξύπνησε, τα χέρια και τα πόδια του... αιμορραγούσαν. | When he woke up, his hands and his feet were... were bleeding. |
Αυτό που ξέρω είναι ότι αιμορραγούσαν όταν τους έριξαν πάνω μου. | All I know is these guys were bleeding when they were thrown on top of me. |
Επιστροφή στη σπηλιά σας αιμορραγούσαν. | Back in the cave you were bleeding. |
Η μύτη και τα μάτια της αιμορραγούσαν. | Her nose and eyes were bleeding. |
Κοπάνισα επανηλειμένα τις λαβές μέχρι που οι γροθιές μου αιμορραγούσαν. | I pounded and pounded on the handles till my fists were bleeding. |
Αιμορραγεί πολύ. Έχω αιμορραγήσει και παλαιότερα. | Oh, I've bled before. |
Αλλά η δύστυχη είχε ήδη αιμορραγήσει μέχρι θανάτου. | But the poor thing had already bled to death. |
Εσείς, έχετε ποτέ αιμορραγήσει σε πόλεμο; | Have you ever bled in a fight? |
Η Γιέστα είχε αιμορραγήσει σχεδόν μέχρι θανάτου! | Yesta had nearly bled to death. |
Θα έπρεπε να έχει αιμορραγήσει και αυτή περισσότερο. | She should have bled out more too. |
"Η Μαίρη Σο προσπάθησε να απαλλάξει τον εαυτό της" αιμορραγώντας πάνω στο..." | "Mary Shaw has tried to absolve herself... by bleeding onto the"-- |
- Ξεκίνησα να ανέβω επάνω... Τότε κάποιος έπεσε πάνω μου, αιμορραγώντας από παντού. | I started to climb out, and then... and then somebody just fell on top of me, bleeding everywhere. |
...τώρα αναρωτιέμαι τί συνέβη ο γιός μου ήρθε σπίτι αιμορραγώντας απ'τ'αυτί μάλωνε με τον δάσκαλο της ξυλουργικής.. | ..now I'm justwondering what happened.. ..my son came home bleeding from the ear.. ..he was goofing off.. |
Έτσι βρέθηκε στο έδαφος, αιμορραγώντας στην μοκέτα, | So he's lying there on the ground, bleeding into the carpet, |
Έφευγα με τα πόδια, άκουσα τον πυροβολισμό, γύρισα πίσω και είδα τον Γκλεν να κείτεται στο έδαφος, αιμορραγώντας από το λαιμό. | I was walking away, I heard the shot, turned around and saw Glen laying on the ground, bleeding from the neck. |