Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αεριοποιώ (gasify) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αεριοποιώ
αεριοποιείς
αεριοποιεί
αεριοποιούμε
αεριοποιείτε
αεριοποιούν
Future tense
θα αεριοποιήσω
θα αεριοποιήσεις
θα αεριοποιήσει
θα αεριοποιήσουμε
θα αεριοποιήσετε
θα αεριοποιήσουν
Aorist past tense
αεριοποίησα
αεριοποίησες
αεριοποίησε
αεριοποιήσαμε
αεριοποιήσατε
αεριοποίησαν
Past cont. tense
αεριοποιούσα
αεριοποιούσες
αεριοποιούσε
αεριοποιούσαμε
αεριοποιούσατε
αεριοποιούσαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
αεριοποίει
αεριοποιείτε
Perfective imperative mood
αεριοποίησε
αεριοποιήστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'gasify':

None found.