Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αδρανοποιούμαι (grab) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αδρανοποιούμαι
αδρανοποιείσαι
αδρανοποιείται
αδρανοποιούμαστε
αδρανοποιείστε
αδρανοποιούνται
Future tense
θα αδρανοποιηθώ
θα αδρανοποιηθείς
θα αδρανοποιηθεί
θα αδρανοποιηθούμε
θα αδρανοποιηθείτε
θα αδρανοποιηθούν
Aorist past tense
αδρανοποιήθηκα
αδρανοποιήθηκες
αδρανοποιήθηκε
αδρανοποιηθήκαμε
αδρανοποιηθήκατε
αδρανοποιήθηκαν
Past cont. tense
αδρανοποιούμουν
αδρανοποιούσουν
αδρανοποιούνταν
αδρανοποιούμαστε
αδρανοποιούσαστε
αδρανοποιούνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
-
-
Perfective imperative mood
αδρανοποιήσου
αδρανοποιηθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'grab':

None found.