Αυτό δεν θα σας ευχαριστήσει, αλλά δεν γεννήθηκα για να αδειάζω κάδους σκουπίδιων. | To you I'm still just a maid... I wasn't born to empty garbage cans... |
Δεν είναι δουλειά μου ν' αδειάζω κάδους. | It's not my job to empty the bins. |
Εκτός απ' το ν' αδειάζω τα τασάκια της, όχι. | - Nothing, apart from the ashtrays I have to empty. |
Θέλω ν' αδειάζω την κύστη μου πριν από ένα μακρύ ταξίδι. | I like to empty my bladder before a long trip. |
Μου αρεσει να αδειάζω το μυαλο μου. | I like to empty myself |
Έστω και για μια φορά, Κερκ, γιατί δεν αδειάζεις μόνος σου τα τασάκια; | Just this once, Kirk, why don't you empty your own ashtrays? |
Όσο είσαι στη γραμμή - αδειάζεις το πλυντήριο πιάτων και | Well, while I have you on the phone, would you mind emptying the dishwasher and doing -- |
Όσο θα αδειάζεις τους κουβάδες με τον πάγο στην μπανιέρα, θα κάνω ηρεμιστική ένεση για να χαλαρώσω τις αισθήσεις μου | While you're emptying the buckets of ice into the bathtub, I'll be injecting myself with ketamine in order to dull the senses of my physical body. |
Όταν αδειάζεις την καφετιέρα, πρέπει να φτιάχνεις καφέ. | (Otis) You empty the pot, you gotta make a new one. House rules. |
Όταν γδύνεσαι είναι σαν να αδειάζεις σκουπιδοτενεκέ. | When you undress, it's like emptying a dustbin. |
'Ερχεται και ξεχνάει να φύγει, ... αδειάζει το ψυγείο...... πίνει καφέ και χύνει το μισό... και μου βάζει και χέρι από πάνω. | He squats here for weeks on end... He empties out the fridge... He can't drink coffee without spilling half of it. |
-Ποιος αδειάζει το κουτί; | -Who empties the postbox? -Him. |
Daley κλείνει , αδειάζει τραπεζικούς λογαριασμούς του , τραβά ένα Χουντίνι . | Daley quits, empties his bank accounts, pulls a Houdini. |
Ήμασταν αδειάζει τη συλλογή και την ανακύκλωση τους. | We were collecting empties and recycling them. |
Όταν αδειάζει ο ένας κουβάς, γεμίζει ο άλλος. | When one bucket empties, the other fills. |
"Ρε Φέδερστοουν, για ποιο λόγο αδειάζουμε τόσο χώρο"; | "Oi, Featherstone, what is it we're making space for by emptying all this stuff?" |
Tον αδειάζουμε κάθε πρωί. | Have to empty it each morning. |
Όποτε δείχνουμε έλεος, αδειάζουμε την ψυχή μας. | Whenever we show pity we empty our souls. |
Όσο αδειάζουμε τη σκούπα, είναι τόσο διασκεδαστικό, να ακούγεται ένα χαρούμενο τραγούδι δουλειάς. | # While we're emptying the vacu-um # It's such fun - # To hum a happy working song - # Ooh |
Αν δεν τον βρούμε γρήγορα, θα βρεθούμε να καβαλάμε τρίκυκλα και να αδειάζουμε παρκόμετρα. | If we don't find him fast, we'll all be riding three-wheel bikes and emptying parking meters. |
Από τότε που ήρθαν οι νομάδες αδειάζετε τον κήπο. | Ever since the travellers moved in, you've been emptying out the garden. |
Κύριε, πρέπει να αδειάζετε τις τσέπες σας πιο συχνά! | Sir, you really need to empty your pockets more often. |
Σ'αυτές τις καταστάσεις, να αδειάζετε τις τσέπες σας γιατί μπορεί κάτι να του χρησιμεύσει. | Anyway, in these situations it's best to empty your pockets and don't carry anything he can use. |
"Τα κρεβάτια αδειάζουν γρήγορα και τα γεμίζουν άλλοι. | 'The beds empty quickly, and new occupants take their places. |
-Όποτε αδειάζουν. | Every time they become empty. |
Ίσως αδειάζουν αυτή τη στιγμή το θησαυροφυλάκιο. | Logical to think they're down there now emptying out that vault. That was a total bust. |
Όμως, οι ωκεανοί είναι κάτι πολύ περισσότερο από δεξαμενές νερού που γεμίζουν και αδειάζουν καθώς οι Ήπειροι κινούνται. | Yet the oceans are far more than just reservoirs of water that fill and empty as the continents move. |
Όταν έβαλα την αγγελία... σκέφτηκα πως θα πάρω συνέντευξη από πιτσιρίκια... που δε θα τα πείραζε ν' αδειάζουν τασάκια. | When I put out the sign for a gal Friday... I figured I'd be interviewing a couple of high school dropouts... who wouldn't mind going to the mall and picking up doughnuts... and emptying the ashtrays, that kind of thing. |
Νωρίτερα απόψε άδειαζα το πλυντήριο και βρήκα ένα ποτήρι ένα ποτήρι κρασιού με κραγιόν επάνω. | Earlier today I was emptying the dishwasher and I found a wine glass with lipstick on it. |
άδειαζα τα σκουπίδια! | I was emptying the trash! |
Η ομάδα μου άδειαζε αυτό το δωμάτιο και εκείνο εκεί το δωμάτιο, εντάξει; | My group was emptying this room and that room there, okay? We pulled everyone out, okay? |
'ντε, αδειάστε το φορτηγό. | Come on, empty the truck. |
- Ok. Λοιπόν, αδειάστε τώρα, όλοι, τις τσέπες σας. | All right, everybody, empty your pockets right now. |
- Κε Westen, παρακαλώ αδειάστε τις τσέπες σας. | Mr. Westen, please empty your pockets. |
Okay. Συγχρονιστείτε και αδειάστε τις ουροδόχες κύστες σας αν σας πιάσουμε, θα σας ανακρίνουν αλλά μην πείτε το όνομα σας. | Once you synchronize, shop-mind and empty bladder you get caught, demand an attorney and don't ever say my name. |
Έτσι, από τη στιγμή που θα μπει στο τζαμί, αδειάστε το όπλο του. | So as soon as he enters the mosque, you empty his gun. |
Γιατί δεν ξεκινάμε αδειάζοντας τα συρτάρια; | You know what, why don't we start emptying drawers out? |
Γιατί σπαταλάει χρόνο αδειάζοντας την? | Why waste time emptying the contents? |
Μπορούμε να πιάσουμε τα ποσοστά μας αδειάζοντας τσέπες εδώ μέσα. | I'll bet we could make half our narc quota by emptying the pockets in this room |
Ξέρω ότι περνάς τις μέρες σου αδειάζοντας κρεβάτια και ξυρίζοντας τ'αχαμνά των μπαρμπάδων, αλλά εδώ δεν υπάρχει δράμα. | I know you spend your days emptying bedpans and shaving the groins of senior citizens, but there's no drama here. |
Ξοδεύω το χρόνο μου αδειάζοντας το δικό μου ποτήρι. | I just spend time emptying my own glass. |