Θα με αγριοκοιτάζεις μέχρι θανάτου; | You'll glare me to death? |
Μη με αγριοκοιτάζεις, Τζο. | Don't glare, Joe. |
Μωρό μου, πρέπει να αγριοκοιτάζεις, να κοκκινίζει το μάτι σου. | Okay, baby, now you got to glare, give out the red eye. |
Όταν ένας αστυνομικός με αγριοκοιτάζει τρέμω από φόβο. | When a cop glares at me I tremble in fear. |
Όταν με αγριοκοιτάζετε έτσι, δεν μπορώ να θυμηθώ. | Well, when you glare at me like that, I can't remember it. |
Ο πατέρας προσπάθησε να μου εξηγήσει ότι θα πρέπει να γυρίσεις στην δουλειά σου πίσω στην τράπεζα όμως τον αγριοκοίταξα και έγινε πιο πρόθυμος! | Papa tried to tell me that you must go back to the bank. But I glared at him and he is decidedly more amenable! |
Του τον έκοψα, ναι, και μ' αγριοκοίταξε. | I cut him off, yeah, yeah, and he just glared at me, man. |
Μετά αγριοκοιτάχτηκαν, και μετά αγριοκοίταξαν εμένα. | And then they glared at each other, and then they glared at me. |
Εάν δεν είχαμε βρει κάτι πιθανόν θα μας είχε αγριοκοιτάξει μέχρι θανάτου. | If we hadn't found something, She probably would have glared us to death. |