Και ν'αγαπιέμαι. | And to be loved. |
Τι τυχερός είμαι που αγαπιέμαι έτσι! | What a lucky man I am to be loved this way. |
Όταν ένας βασιλιάς αγαπιέται όσο εγώ, μπορεί να καταφέρει πολλά. | Remember... when a king is loved as I am... much can be accomplished. |
Αυτός μόνο αγαπάει και αγαπιέται. | He only loves and is loved. |
Η πριγκίπισσα Κένι αγαπιέται από το στρατό της, αλλά ο Σταν είναι ο αρχηγός. | Princess kenny is loved by her army, but stan is still the nuts and balls of the operation. |
Θα την κάνω να ζει σαν μια γυναίκα που αγαπιέται. | I'll make her live as a woman who is loved. |
Είναι το ίδιο όταν οι άνθρωποι αγαπιούνται. | It's the same when people are loved. |
'Ησουν μια καλή φίλη που αγαπήθηκε, αυτό είναι όλο. | You were a dear friend who was loved, that's all. |
Ένας καλός άντρας που αγαπήθηκε από όσους συνάντησε στην Σαγκάη. | A good man, who was loved by everyone he met in Shanghai. |
Ίσως δεν αγαπήθηκε ευρέως, αλλά αγαπήθηκε βαθιά. | Maybe she wasn't loved widely, but she was loved deeply. |
Αγάπησε και αγαπήθηκε. | For 49 years, he loved and he was loved. |
Είναι η κατάλληλη στιγμή για ν' αγαπήσετε και ν' αγαπηθείτε. Καλή είναι και η δουλειά, αλλά αυτό που χρειάζεστε τώρα είναι αγάπη! | The moment is perfect to love andbe loved, it's okay to work, work, work. |
Θα νοιώσετε ότι σας αγαπάνε... και θα αγαπηθείτε, δεσπ. tyler. | You'll feel a sense of being loved... and you will be loved, miss tyler. |
Μα τί έχετε εσείς οι άνθρωποι, και θέλετε να αγαπηθείτε; | What is it with you people, always wanting to be loved? |
Αγάπησα και έχω αγαπηθεί. | I've loved, I've been loved. |
Εχω αγαπηθεί και με έχουν φροντίσει όλη μου τη ζωή. | I've been loved and looked after my entire life. |
Θα αγαπηθείς, Victor, όπως δεν έχεις αγαπηθεί ποτέ ξανά. | You will be loved, Victor, like you've never been loved before. |
Και να θυμάσαι, όσο σε έχουν μισήσει, άλλο τόσο, έχεις αγαπηθεί, Λία. | And remember that if you've been hated, you've also been loved, Léa. |