Get a Greek Tutor
plot
Έχω ένα φρικτό συναίσθημα ότι συνωμοτείς κάτι όχι για μένα.
I have a horrible feeling you're plotting something not to do with me.
Λένε πως συνωμοτείς.
They say you're hatching a plot.
Να προβλέπεις το μέλλον και να συνωμοτείς για να πραγματοποιηθεί.
Predicting the future, then plotting to make it so.
Γι' αυτό με χρειάζεσαι, Φέυντ... να σε βοηθήσω να σκέφτεσαι, να συνωμοτείς.
You see, this is why you need me, Feyd to help you think, to help you plot.
Κάθαρμα! Η οικογένειά σου ζει χρόνια στο σπίτι μου κι εσύ συνωμοτείς εναντίον μου;
Your family has lived with mine for over a hundred years, and here I find you deep in some plot against me?
Μαζί με τον Σέβεν συνωμοτούμε για την επιστροφή μας. Ναι.
Seven and I are actually plotting our return.
Οι αρχές συνωμοτούν και επιβουλεύονται να καταστρέψουν αυτό το κορίτσι.
The authorities are scheming and plotting this girl's destruction.
Αυτοί οι άνθρωποι συνωμοτούν εναντίον των ένοπλων γερμανικών δυνάμεων... Παραβιάζοντας το δικαίωμα της άσκησης εξουσίας..... Η οποία είναι εγγυημένη από διεθνείς συνθήκες.
These men who are plotting against the German armed forces are violating the rights of an occupying power guaranteed by international treaties.
Δεν επιτρέπω να με ανέχονται ή να συνωμοτούν εναντίον μου.
I will not be tolerated and I will not be plotted against.
Πες μου σε παρακαλώ τι αξίζει , να πάθουν όλοι αυτοί ... που συνωμοτούν για το θάνατό μου... με διαβολικά σχέδια καταραμένων μαγισσών... Και θέλουν να αφανίσουν το σώμα μου με τα κολασμένα τους κόλπα;
I pray you all, tell me what they deserve... that do conspire my death... with devilish plots of damned witchcraft... and that have prevailed upon my body with their hellish charms?
Το Νησί Αγία Ελένη έχει γίνει τόπος εξορίας για όσους συνωμοτούν κατά του Σεϊχη του Μπαχρέιν.
The island of St Helena is the place of exile of those convicted of plotting against the life of the Sheik of Bahrain. Am l right?
Πολέμησα, συνωμότησα, εκτέλεσα διάφορες μορφές κατασκοπίας.
Fought, plotted, executed various forms of espionage.
Κατηγορήθηκα ότι συνωμότησα να σκοτώσω τον πατέρα μου, το βασιλιά.
I was accused of plotting to kill my father... the King.
Κατά ισχυρισμό συνωμότησα στην απαγωγή του προέδρου.
Allegedly plotted to abduct the president.
Πίστευε πως συνωμότησα για να τον ανατρέψω όμως, έκανε λάθος.
He believed I plotted to overthrow him, but he misjudged me.
Μπορεί να είσαι γιος μου, Μπάιρον, ...όμως συνωμότησες για να δολοφονήσεις τον διάδοχο του θρόνου.
You are perhaps my son, Byron, but you plotted to murder the crown prince.
Οι Βιομηχανίες του Μέλλοντος επέστρεψαν σ' εμένα αφού εσύ συνωμότησες στην απαγωγή του προέδρου.
Future industries reverted back to me after you plotted to abduct the president.
Επίσης επειδή είναι Εβραίος ο νόμος απαιτεί να χάσει την παρουσία και τη ζωή του επειδή συνωμότησε για το θάνατο ενός Χριστιανού.
And, because he's a Jew, the law also requires the loss of his goods and life for so much as plotting the death of a Christian.
Ο ηγούμενος Φίλιππος αφού έλαβε το χρίσμα, έκανε μάγια και ξόρκια και συνωμότησε ενάντια στον Τσάρο μας, παίρνοντας χρήματα από το Νόβγκοροτ.
Abbot Philip, receiving the mitre, cast spells and charms and plotted against our Tsar, with the help of Novgorod's money.
Η Μοργκάνα συνωμότησε ενάντια στο βασιλιά.
Morgan plotted against the king.
Το σώμα του Βασιλιά Ρόμπερτ ήταν ακόμα ζεστό, όταν ο 'ρχοντας Ένταρντ συνωμότησε για να κλέψει το δικαίωμα του Τζόφρεϊ στο θρόνο.
King Robert's body was still warm when Lord Eddard began plotting to steal Joffrey's rightful throne.
Μέχρι το τέλος αυτής της μέρας, κάθε άτομο που συνωμότησε εναντίον μου θα νιώσει τη δύναμη της οργής μου.
By the time this day ends, every person who has plotted against me will feel the force of my wrath.