Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Οικειοποιούμαι (appropriate) conjugation

Greek
5 examples
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
οικειοποιούμαι
οικειοποιάσαι
οικειοποιάται
οικειοποιόμαστε
οικειοποιάστε
οικειοποιούνται
Future tense
θα οικειοποιηθώ
θα οικειοποιηθείς
θα οικειοποιηθεί
θα οικειοποιηθούμε
θα οικειοποιηθείτε
θα οικειοποιηθούν
Aorist past tense
οικειοποιήθηκα
οικειοποιήθηκες
οικειοποιήθηκε
οικειοποιηθήκαμε
οικειοποιηθήκατε
οικειοποιήθηκα
Past cont. tense
οικειοποιόμουν
οικειοποιόσουν
οικειοποιόταν
οικειοποιόμαστε
οικειοποιόσαστε
οικειοποίονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
οικειοποιήσου
οικειοποιηθείτε
Perfective imperative mood
να οικειοποιάσαι
οικειοποιάστε

Examples of οικειοποιούμαι

Example in GreekTranslation in English
Το οικειοποιήθηκα. Η πιο έντιμη πρόθεση.It was appropriated with the noblest of intentions
ότι υπάρχει μια δύναμη, κάτι στο στόχαστρο μιας συλλογικής ματιάς που μπορεί να καταναλωθεί και τα οικειοποιήθηκα.That there is a power - something in the thrall of the collective eye - that can be consumed and appropriated.
Αποδείχτηκε ότι ο Φρανκ Ντάκετ ονομαζόταν Φρανκ Σώγιερ, ένα όνομα που πιστεύω ότι οικειοποιήθηκες.Turns out Frank Duckett used to be named Frank Sawyer, a name I believe you appropriated for yourself.
Και μετά ο γιος του Τρε... συγνώμη, ο πελάτης τα οικειοποιήθηκε όλα αυτά και άνοιξε ένα ακριβώς ίδιο μαγαζί ακριβώς απέναντι με σκοπό να κεφαλαιοποιήσει την ιδέα ενός ήδη υπάρχοντος μαγαζιού και να πάρει το πελατολόγιό του.And then Tre's boy... sorry, client... appropriated it all and opened a duplicate across the street in order to capitalize on an established business concern and its clientele.
Αυτό το έθιμο αργότερα οικειοποιήθηκε από τους Βόρειους Ευρωπαίους και τελικά έγινε αυτό που τώρα λέμε χριστουγεννιάτικο δέντρο.This custom was appropriated by northern Europeans and, eventually, it becomes the so-called Christmas tree.

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'appropriate':

None found.