Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ξανακερδίζω (regain) conjugation

Greek
6 examples

Conjugation of ξανακερδίζω

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ξανακερδίζω
I regain
ξανακερδίζεις
you regain
ξανακερδίζει
he/she does regain
ξανακερδίζουμε
we regain
ξανακερδίζετε
you all regain
ξανακερδίζουν
they regain
Future tense
θα ξανακερδίσω
I will regain
θα ξανακερδίσεις
you will regain
θα ξανακερδίσει
he/she will regain
θα ξανακερδίσουμε
we will regain
θα ξανακερδίσετε
you all will regain
θα ξανακερδίσουν
they will regain
Aorist past tense
ξανακέρδισα
I regained
ξανακέρδισες
you regained
ξανακέρδισε
he/she regained
ξανακερδίσαμε
we regained
ξανακερδίσατε
you all regained
ξανακέρδισαν
they regained
Past cont. tense
ξανακέρδιζα
I was regaining
ξανακέρδιζες
you were regaining
ξανακέρδιζε
he/she was regaining
ξανακερδίζαμε
we were regaining
ξανακερδίζατε
you all were regaining
ξανακέρδιζαν
they were regaining
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ξανακέρδιζε
be regaining
ξανακερδίζετε
regain
Perfective imperative mood
ξανακέρδισε
regain
ξανακερδίστε
regain

Examples of ξανακερδίζω

Example in GreekTranslation in English
Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι τον Λαθρεπιβάτη, και ξανακερδίζουμε το προβάδισμα που κάποτε είχαμε.All we need is The Stowaway, and we can regain that foothold that he once had.
Τον τελευταιο χρόνο ένωσα ολόκληρη την αγορά χαρτιού του Scranton ξανακέρδισα το Χρυσό Οδηγό, την περιφέρεια, και τη κομητεια Lacwana Προμηθεύουμε τους πάντεςIn the past year I've consolidated the entire Scranton paper market regained the White Pages, the district, the county, we supply them all.
Η Γαλλία ξανακέρδισε τη δόξα της και την εμπιστοσύνη των συμμάχων.France has regained glory and the Allies' trust.
Μετά από αυτό, ξανακέρδισε τα πλούτη του και ξαναμπήκε... στην υψηλή κοινωνία.Right after that, he regained his wealth and returned to high society.
Χάριν στο Marengo, ένα μέρος της Ιταλίας ξανακέρδισε την ελευθερία της.Thanks to Marengo, a part of Italy regained her freedom.
Οι πληγές επουλώθηκαν και η δύναμη ανακτήθηκε, η ομάδα είναι έτοιμη να γυρίσει σπίτι και να ξανακερδίσει οτι δικαιωματικά της ανήκει.Wounds healed and strength regained, the troop is ready to head home and reclaim what's rightfully theirs.

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'regain':

None found.