Να σε βλέπω να μπουκώνεσαι με χοτ-ντογκ. | Watching you stuff your face with hot dogs. |
Σταμάτα να μπουκώνεσαι για λίγο και φτιάξε μου ένα πιάτο. | Quit slopping down food for a second. Make me a plate. |
Σταμάτα να μπουκώνεσαι. | Stop wolfin9 it down. Fine, l'll stop teasin9 you. |
Τέλειωσες να μπουκώνεσαι ενώ τα άλογα μένουν αφύλακτα; | Are you done stuffing your face while the horses run wild? |
Ανησυχώ για όλους εμάς που γινόμαστε σιγά σιγά γριές με το κεφάλι στο σεσουάρ και μπουκωνόμαστε με τα στημένα... | Shut up. And they actually call it a takedown piece. That is so typically Brittany. |
Ερχόμενοι στο κέντρο ελέγχου βάρους δεν είναι μια ευκαιρία να νιώσετε καλύτερα για εσάς, αλλά για να μοιραστείτε ώστε, αν για παράδειγμα, είστε σαν κι εμένα και δεν μπουκώνεστε για να αποφύγετε να πείτε τα οικογενειακά προβλήματά σας. | Coming to Weight Watchers is not just a chance to feel better about yourself. It's a chance to share so that if, for example, you're someone like me, you don't stuff yourself just to keep from telling your family your problems. |
Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι αμέσως μόλις βρεθούν μαζί μπουκώνονται με φαγητό και νερό | What I don't understand is why humans immediately begin... to stuff themselves with food and drink as soon as they meet. |
- Γιατί μπουκώθηκες με τόσο πολύ φαγητό; | Why did you stuff yourself like that? I don't know. |
Παχουλά μου αδέρφια, μπουκωθείτε όσο θέλετε! | My chunky brothers, gorge yourselves at the trough of freedom! |