Get a Greek Tutor
get confused
Φώναζέ με Nτόνι για να μην μπερδεύομαι.
Call me Donnie. I don't want to get confused.
Ακόμη μπερδεύεσαι.
- You still get confused. - Yes, I get confused. - Right.
Αρχίζεις να μπερδεύεσαι;
Are you starting to get confused?
Εντάξει, μην μπερδεύεσαι.
Okay, don't get confused.
Εσύ δε μπερδεύεσαι ;...
Do you or do you not get confused? - Yeah, I get confused.
Μην μπερδεύεσαι από τις πουριτανικές αντιλήψεις για τις γυναίκες.
Don't get confused by some puritanical notion of womanhood.
- Κοίτα, Frankenstein, ακόμη και ένας ιδιοφυής μπερδεύεται, εντάξει;
Look, Frankenstein, even a genius gets confused, OK?
Είναι γριά, μπερδεύεται.
She's old. She gets confused.
Εννοώ, ότι συμβαίνει συχνά στους Ολυμπιακούς Αγώνες... το δείγμα κάποιου μπερδεύεται με το δείγμα κάποιου άλλου.
I mean, it happens all the time at the Olympics... somebody's sample gets confused with somebody else's.
Η τελευταία συνειδητή μου κουβέντα ειπώθηκε για τα ενδοατομικά σωματίδια... μπερδεύεται κανείς με το απειροελάχιστο και το απείρως μεγάλο...
My last conscious words were... On the question of subatomic particles, gentlemen... One gets confused by what is infinitely small, and what is infinitely large.
Καμιά φορά μπερδεύεται.
He gets confused sometimes.
Μήπως δίνουμε τη λύση; Πάντα μπερδευόμαστε
We try to fix it We get confused
Οι αστυνομικοί καμιά φορά μπερδευόμαστε, προσπαθώντας να διαλευκάνουμε το φόνο.
We police officers sometimes get confused by trying to solve the murder.
Πως καμιά φορά μπορεί να μπερδευόμαστε εξαιτίας της φαντασίας μας?
How sometimes we can get confused because of our imagination?
Αν σκέφτεστε πολύ, μπερδεύεστε.
If you do that too much you can get confused.
Δεν θα μπερδεύεστε ποτέ για το ποιος θα με πάρει.
You'll never have to get confused about who's picking me up.
- Οι άνθρωποι μπερδεύονται μερικές φο...
People get confused sometimes. –I am slipping, Alan.
Αλλά δεν μου αρέσει όταν οι κατηγορίες μπερδεύονται.
But I don't like when categories get confused.
Βλέπετε, να γιατί μπερδεύονται οι άλλες χώρες.
See, this is how other countries get confused.
Δεν μπερδεύονται;
Don't they get confused?
Δεν σκέπτονται, δεν μπερδεύονται.
They don't think, they don't get confused.
- Αλλά, μπερδεύτηκα...
- but... I got confused...
- Δεν ξέρω, μπερδεύτηκα.
- I don't know, I got confused.
- Εντάξει, μπερδεύτηκα, σιγά το πράμα.
-Okay, I got confused, big deal.
- Λυπάμαι, κύριε.μπερδεύτηκα.
I got confused.
- Συγνώμη, μπερδεύτηκα.
Sorry, got confused.
Έχεις τόσα πολλά, που ίσως να μπερδεύτηκες.
You have so many, I thought maybe you got confused.
Νομίζω ότι τον κυνήγησες και μπερδεύτηκες. Τώρα το παίζεις διπλό ταμπλό.
I think you chased him and you chased him, and you got confused and now you're playing both sides.
Πρέπει να είδες όνειρο και να μπερδεύτηκες.
You must have had a dream and got confused.
- Γι'αυτό μπερδεύτηκε ο Ρότζερ!
- That's why Roger got confused!
- Δεν ξέρω, κάποιος μπερδεύτηκε;
I don't know, someone got confused?
- Μπορεί να μπερδεύτηκε ο μπάρμαν.
Maybe the bartender got confused.
- Το έκανα. Το πρωτόκολλο υπολογισμού μπερδεύτηκε απ' το ανάπτυγμα.
The extrapolation protocol got confused by the spread.
Έδωσα εντολή να γίνει απογραφή των αποθή- κών και των δύο καζίνο στην ίδια φορτωτική και προφανώς μπερδεύτηκε.
I ordered inventory for both casinos in the same shipment. - He probably got confused. Gainsley:
Εξήγησε ότι πηγαίνατε σε ένα άλλο πάρτυ εδω στη λέσχη και ότι μπερδευτήκατε.
Just explain you're going to a different party Here at the club and that you got confused.
- Ίσως μπερδεύτηκαν.
Maybe they got confused.
- Μετά μπερδεύτηκαν τα πράγματα...
- Well, I got confused.
Και μετά μου είπες ότι με αγαπάς και όλα μπερδεύτηκαν.
(Over speakers) And then you told me that you loved me and everything got confused.
Τζόνι, μην μπερδευτείτε τώρα.
Johnny, do not get confused now.
Φοβάμαι ότι θα μπερδευτείτε οι δυο σας και γι`αυτό κράτησε τα κοντά σου.
So that you don't get confused, you should keep it by your side.
Αισθάνομαι πολύ μπερδεμένος.
I must be getting confused.
- Εντάξει, είχα μπερδευτεί.
- Well, I got confused.
Έχεις μπερδευτεί. Είσαι άρρωστος.
You've been wearing it too long, you got confused.
Είχα μπερδευτεί από μια παλιά ταινία που είδα τις προάλλες.
- I got confused by some old movie I saw the other night.
Είχα μπερδευτεί.
got confused.
Είχε μπερδευτεί.
He got confused.