Cooljugator Logo Get a Greek Tutor

κονιορτοποιούμαι

boast

Looking for learning resources? Study with our courses! Get a full Greek course →

Conjugation of κονιορτοποιούμαι

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
κονιορτοποιούμαι
I boast
κονιορτοποιείσαι
you boast
κονιορτοποιείται
he/she boasts
κονιορτοποιούμαστε
we boast
κονιορτοποιείστε
you all boast
κονιορτοποιούνται
they boast
Future tense
θα κονιορτοποιηθώ
I will boast
θα κονιορτοποιηθείς
you will boast
θα κονιορτοποιηθεί
he/she will boast
θα κονιορτοποιηθούμε
we will boast
θα κονιορτοποιηθείτε
you all will boast
θα κονιορτοποιηθούν
they will boast
Aorist past tense
κονιορτοποιήθηκα
I boasted
κονιορτοποιήθηκες
you boasted
κονιορτοποιήθηκε
he/she boasted
κονιορτοποιηθήκαμε
we boasted
κονιορτοποιηθήκατε
you all boasted
κονιορτοποιήθηκαν
they boasted
Past cont. tense
κονιορτοποιούμουν
I was boasting
κονιορτοποιούσουν
you were boasting
κονιορτοποιούνταν
he/she was boasting
κονιορτοποιούμαστε
we were boasting
κονιορτοποιούσαστε
you all were boasting
κονιορτοποιούνταν
they were boasting
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
-
be boasting
-
boast
Perfective imperative mood
κονιορτοποιήσου
boast
κονιορτοποιηθείτε
boast

Further details about this page

LOCATION