Get a Greek Tutor
bequeath
Το θέμα είναι σε ποιόν τα κληροδοτείς όλα.
It's whom you bequeath all of it to.
Φλωροκαπνισμένη πέτρα εδώ και καιρό. Μου κληροδοτείς τα απέραντα αυλάκια της ύπαρξης.
Gilded stone of yore, bequeath unto me your vast swaths of being.
'λλοι δικαστές αφήνουν ανεξέλεγκτους τους δικηγόρους τους, αλλά στη δική μου αίθουσα το Δικαστήριο Διαθηκών που μου ανατέθηκε, θα συγκρατήσετε τους εαυτούς σας. Τώρα, η μία διαθήκη κληροδοτεί $24.000.000 της περιουσίας στην κα 'σμπαου.
Now, one will bequeaths the $24 million in personal property to Mrs. Ashbaugh.
Αποδίδει και κληροδοτεί τον βωμό του παρεκκλησιού των Μπιουλαίρ...
He gives and bequeaths to the high altar of the chapel of Bulaire...
Η άλλη διαθήκη, κληροδοτεί περιουσία στο φιλανθρωπικό ίδρυμα The Smile Train και... στην Αλίσια Φλόρικ.
The other will, uh, bequeaths the assets to the Smile Train charity and... Alicia Florrick.
Η διαθήκη κληροδοτεί ολόκληρη την περιουσία των.. 250.000 δολάριων στον χαμένο του ανηψιό, Έγκμπερτ Νόρτον... αλλά αναφέρει ότι σε περίπτωση που δεν εντοπιστεί... όλη η περιουσία θα πάει στο δημόσιο για την ανέγερση νέου ζωολογικού κήπου.
The will bequeaths his entire fortune of $250,000 to his missing nephew, Egbert Norton but provides that in case he is not located the entire estate goes to the city for the erection of a new zoo.
Στο Συμβούλιο Τέχνης Μητρόπολης, ο κ. Λούθορ κληροδοτεί $50,000.
To the Metropolis Arts Council, Mr. Luthor bequeaths the sum of $50,000.
"Τι είδους κυβέρνηση μας κληροδοτείτε";
"what manner of government have you bequeathed us?"
-Όπως γνωρίζετε... η κυρία Λακρουά κληροδότησε κάτι στον κύριο Σίνγκερ.
As you know, Mrs. Lacroix bequeathed something to your Mr. Singer.
Ήταν καταδικασμένος να αποτύχει... και κληροδότησε αυτή την αποτυχία στους γιους του.
He was doomed to fail, and he bequeathed that failure to his sons.
Δεν είχα συνειδητοποιήσει, ότι με κληροδότησε σε σένα.
I did not realize I was bequeathed to you.
Επωφελείσαι από την υπέροχη κληρονομία των 4 δις χρόνων που σου κληροδότησε η Γη.
You benefit from a fabulous 4-billion-year-old legacy bequeathed by the Earth.
Η μητέρα μας διέθετε ένα αξιοσημείωτο χρηματικό εισόδημα όχι μικρότερο από χίλιες λίρες τον χρόνο και το κληροδότησε ολόκληρο στον Δρ. Ρόιλοτ για όσο θα μέναμε μαζί του.
Our mother had a considerable sum of money - not less than a thousand a year - and this she bequeathed to Dr. Roylott entirely while we resided with him.
Τα εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες κλισέ και χιλιοειπωμένες εκφράσεις που κληροδοτήσαμε είναι ένας υπέροχος θησαυρός ανθρώπινων γνώσεων.
The hundreds, perhaps thousands... of such clichés and hackneyed expressions... that our language has bequeathed us... are a stunning treasure trove of human insight and knowledge.
Μια μέρα θα καθαρίσω αυτή τη Ρώμη που μου κληροδότησαν.
One day I shall cleanse this Rome which my fathers bequeathed me.
Οι Βίκινγκς μας κληροδότησαν ένα μέρος του πολιτιστικού μας DNA το οποίο είναι αγριότερο, σκοτεινότερο, πιο μυστηριώδες από οτιδήποτε το οποίο είχε σχέση με τη Ρώμη.
The Vikings bequeathed to us a part of our cultural DNA that's wilder, darker, more mysterious than anything that was to be had from Rome.
Είχα κληροδοτήσει ένα μεγάλο ποσό στην εκκλησία μας στη διαθήκη μου.
I bequeathed a large sum to our church in my will.
Κι ενώ οι υπόλοιποι υπηρέτες περίμεναν να λάβουν δώρα του Βασιλιά .... ο Βασιλιάς τα είχε ήδη κληροδοτήσει.
While the other servants waited to receive gifts the king had bequeathed.
Οπότε έχω το ευτυχές καθήκον να σας ενημερώσω,Κυρία Γουίλσον, ...ότι ο κ. Σμίθ σας έχει κληροδοτήσει με το ποσό των..πέντε εκατομμυρίων λιρών.
So it is my happy duty to inform you, Ms Wilson, that Mr Smith has actually bequeathed you the sum of...five million pounds.