Hθελα να σε καταδιώκω... ακόμα και σαν είχα υπερεκτιμήσει την υπόληψη του του άλλου μου εαυτού! | And I wanted to pursue that... even if might have been overwriting my honor other self! |
Για πολλά χρονιά, οδηγήθηκα από μια παραπλανητική προσπάθεια να καταδιώκω... μια υψηλότερη δύναμη. | For years, I was driven by a misguided attempt to pursue a higher power. |
Γιατί με καταδιώκεις έτσι; | Why do you pursue me like this? |
Η Συμμαχία γνωρίζει ότι καταδιώκεις τον Κασινάου. | The alliance knows you disregarded their policy and pursued khasinau. |
Η Συμμαχία ξέρει ότι δεν σεβάστηκες την πολιτική της και καταδιώκεις τον Κασινάου. | The Alliance knows you disregarded the policy and pursued Khasinau. |
Τώρα μπορείς να καταδιώκεις τον Ραμπάλντι και να έχεις και την κόρη σου την ιδία στιγμή. | Now you can pursue Rambaldi and have your daughter at the same time. |
Χρειαζόμαστε την άδεια να καταδιώκουμε υπόπτους οπουδήποτε στην πόλη. | We need the right to pursue suspects anywhere in the city. |
Δουλειά μας είναι να καταδιώκουμε τον εχθρό και να τον νικάμε. | Our job is to pursue an enemy... and defeat it. |
Γιατί δεν τους καταδιώκουμε τώρα που κερδίζουμε; | Danyu! Why are we not pursue while we are victorious? |
Δε μας καταδιώκουν πλέον. | They no longer pursue |
Ή θα αφήσεις αυτούς που τους καταδιώκουν να τους σκοτώσουν; | Or will you let their pursuers come and kill them? |
- Τον καταδιώκουν τον Edgard; | - Is he pursued? |
Και σε αυτήν την πόλη, οι αστυνομικοί καταδιώκουν τους υπόπτους. | And in this town, the cops will pursue the suspects. |
Ορκίζομαι ότι θα καταδιώξω και θα αποκαλύψω όποιον δεν έκανε σωστά τη δουλειά του. 'Οποιον ευθύνεται γι'αυτή την τραγωδία. | l promise that l will pursue and reveal... who it was did not do their job... who is responsible for this... tragedy. |
Αλλά ποτέ δεν τους καταδίωξα. | But I never pursued them. |
Έτρεξε, και τον καταδίωξα. | He ran, I pursued. |
Με δεδομένο ότι τον υποπτευόμαστε... ανέφερε τους Σημαδεμένους, και εσύ ούτε καν... τον καταδίωξες. | i mean, considering what we suspect him of. because he brought up the marked, and you didn't even... well, pursue it. |
Κατά τη διάρκεια μιας ένοπλης ληστείας το '93 καταδίωξες τον Jiang σε όλο το Δυτικό Kowloon. | During '93 armed robbery, you pursued Jiang across West Kowloon. |
Και αντί να το πεις στον Σαμ, σε εμένα ή σε κάποιον άλλο τον καταδίωξες μόνος σου. | And rather than tell me or Sam or anyone, you pursue it on your own. |
- Σκάφος, καταδίωξε. | - Ship, pursue. |
Πάρε αυτό το σπαθί και καταδίωξε τον. | Take this sword and pursue the man! |
Βρίσκομαι με τον Αστυνόμο Τίμονς, που καταδίωξε τον ύποπτο | I'm here with Officer Timmons, who pursued the suspect on foot. |
Το Έλντορ δεν είναι στην δικαιοδοσία του Ούθερ αλλά κι εκεί με καταδίωξε. | Ealdor is beyond Uther's realm but still he pursued me. |
Δεν τον καταδίωξε. | Didn't pursue. |
Για να εκδικηθούμε το θάνατο του Ντουκάτ, καταδιώξαμε τις δυνάμεις σας... μέχρι την πατρίδα σας. | To avenge Dukhat's death, we had pursued your forces all the way back to your Homeworld. |
'Ετοιμοι για αποστολή σήματος κινδύνου. Πες τους πως βρήκαμε ένα σκάφος-εισβολέα και το καταδιώξαμε. | Tell them we've located a ship that attacked Earth, and pursued it. |
Αν και η παραλία έχει οχήματα παρόμοια με αυτό που καταδιώξαμε χθες βράδυ ακόμα δεν έχω βρει στοιχεία για τον πρ. Τέρνερ ή αυτούς που μας επιτέθηκαν. | Though this beach has vehicles Similar to the one we pursued last night, I still have no conclusive matches |
"Στις 13:20 ακούσαμε έναν θόρυβο και καταδιώξαμε τον ύποπτο Κρίστιαν Άλμεν." | "At 1.20 pm we hear a sound and pursue the suspect Kristian Almen." |
Αυτοί οι άντρες είναι οι ληστές που καταδιώξαμε. | These men are the bandits we pursued. Did battle in the fields beyond the eye. |