Καθώς η φήμη μας άρχισε να εξαπλώνεται, αρχίσαμε να εξειδικευόμαστε στη θεραπεία του εθισμού που προκαλεί η κοκαΐνη. | As our reputation has grown, we've begun to specialize in treating cocaine madness. |
- Σωστά. Όπως τα βλαστοκύτταρα που εξειδικεύονται με το χρόνο δημιουργώντας τους ιστούς. | Right, how stem cells specialize over time to create various tissues in the body. |
Όταν είσαι έμβρυο, τα κύτ- ταρά σου είναι πολύ κοντά. Όταν μεγαλώνεις, απλώνονται και εξειδικεύονται. | When you're a fetus, your cells are close together, when you grow, they spread out and specialize. |
Ναι, εξειδικεύονται στις Καλές Τέχνες. | Yeah,they--they specialize in fine art. |
Οι πρωτοετείς ειδικευόμενοι δεν εξειδικεύονται. | Junior residents don't specialize. |
Υπάρχουν και εναλλακτικές μορφές δανεισμού, ξέρετε... υψηλού ενδιαφέροντος σπίτια που εξειδικεύονται στην ταφή σας. | It's not gonna do it. There are alternative lenders, you know... high-interest houses that specialize in burying you. |