Get a Greek Tutor
reduce
Πράγμα το οποίο σταματάει την ροή του αίματος στον εγκέφαλο και ελαττώνει την πιθανότητα ρήξης.
Which stops the blood flow to the brain, which reduces the risk of rupture.
Άλλαξα πορεία και ελάττωσα ταχύτητα. Γιατί;
I've changed course and reduced our speed.
Ξέρω ότι δε σ'αρέσει να το κάνω αυτό αλλά ελάττωσα τις δόσεις του Μπενουά.
- Vincent? - Yeah? - I know you don't like me doing it, but I've reduced Benoît's doses.
Το εχθρικό πλοίο ελάττωσε την ταχύτητά του, Στρατηγέ.
The enemy ship has reduced its speed General.
Έχουμε ελαττώσει σημαντικά τους αριθμούς παράπλευρων ζημιών.
We've reduced the collateral damage numbers substantially.