Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διασκορπίζομαι (dissipate) conjugation

Greek
6 examples
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διασκορπίζομαι
διασκορπίζεσαι
διασκορπίζεται
διασκορπιζόμαστε
διασκορπίζεστε
διασκορπίζονται
Future tense
θα διασκορπιστώ
θα διασκορπιστείς
θα διασκορπιστεί
θα διασκορπιστούμε
θα διασκορπιστείτε
θα διασκορπιστούν
Aorist past tense
διασκορπίστηκα
διασκορπίστηκες
διασκορπίστηκε
διασκορπιστήκαμε
διασκορπιστήκατε
διασκορπίστηκαν
Past cont. tense
διασκορπιζόμουν
διασκορπιζόσουν
διασκορπιζόταν
διασκορπιζόμαστε
διασκορπιζόσαστε
διασκορπίζονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διασκορπίζου
διασκορπίζεστε
Perfective imperative mood
διασκορπίσου
διασκορπιστείτε

Examples of διασκορπίζομαι

Example in GreekTranslation in English
Ο ιός ελευθερώνεται, μεταδίδεται μέσω του αέρα και διασκορπίζεται μέσα σε μισή ώρα.This virus gets released, goes airborne, then dissipates within a half-hour.
Το προπάνιο διασκορπίζεται.Propane dissipates.
Μήπως διασκορπίστηκε μαζί μ' αυτόν;Maybe it dissipated when he did.
Το υπόλοιπο διασκορπίστηκε μέρες πριν, οπότε δεν κινδυνεύουμε.The rest of it dissipated days ago, so we're in no danger.
Εάν τα καλώδια στο δυναμό δεν προστατεύονται από μόνωση, η ενέργεια θα διασκορπιστεί.If the wires in the dynamo are not protected by insulation, the power will be dissipated. The same goes for us.
Η ακτινοβολία έχει διασκορπιστεί.Radiation has dissipated.

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'dissipate':

None found.