Αλλά δεν σου δανείζω μια. | I'm not going to lend you any money. |
Βλέπετε, συνταγματάρχα δεν επιτρέπεται να δανείζω τροχαίο υλικό των σιδηροδρόμων. | I'm not authorized to lend you rolling stock of the railway. Your job is to get things done, Mr. Taylor, |
Καλά, ξέχνα το. Είναι αρχή μου να μη δανείζω λεφτά σε κανέναν. | I've never wanted to lend money to somebody. |
Κι αν δεν το πιστεύετε αυτό, μετά χαράς σας δανείζω τη Διπλωματική εργασία μου. | And if you think that's not true, I'd be happy to lend you my master's thesis. |
"Μη δανείζεις και μη δανείζεσαι". | No, but I know the one about neither a borrower or a lender be. |
"Να αγαπάς τον εχθρό σου, να του φέρεσαι καλά... και να του δανείζεις χωρίς..." | "but love thy enemy, be good to him, and lend him without expecting..." |
- Γιατί δεν μου δανείζεις εσύ τα χρήματα? | Well, then, lend me the money! Oh, yeah, nice! |
- Εσύ δεν το δανείζεις ποτέ. | - You don't lend it to anybody. |
"Οι Χριστιανοί πρέπει να διδάσκονται... ότι όποιος χαρίζει, ή δανείζει στους φτωχ ούς... κάνει καλύτερη πράξη από όποιον αγοράζει συγχωρο χάρτια. | "Christians are to be taught "that he who gives to the poor "or lends to the needy does a better deed than he who buys indulgences." |
- "Ο Μισέλ δανείζει το βιβλίο". | - "Michel lends his book". |
- Nicola, ο Pino! Ένας που δανείζει λεφτά! | - Pino, a guy who lends money. |
Mου είπαν πως είναι κάποιος που δανείζει λεφτά! Τον γνωρίζεις; | They say someone around here lends money, you know him ? |
"Δεν μπορούμε να σου δανείζουμε άλλο. " | "We can't lend you any more." |
Δεν τα δανείζουμε έτσι απλά. | We don't just lend them out. |
Δεν τα δανείζουμε αυτά. | We don't lend these out. |
Είμαστε στη δουλειά του να δανείζουμε λεφτά, αλλά μόνο σε όσους είναι ικανοί να μας ξεπληρώσουν, κε 'Άνταμς. | We are in the business of lending money, but only to those capable of paying us back, Mr. Adams. I understand, sir. |
- Δεν δανείζετε; | -You do not lend. |
Δεν μπορείτε να δανείζετε χρήματα σε όποιον να ναι. | You can't lend money to just anyone. |
Με δανείζετε ένα αυγό και λίγα σπίρτα κυρά γειτόνισσα; | Will you lend me an egg and some wood, neighbour? |
Μου δανείζετε $10 δολάρια; | Could you lend me $10? |
"Έτσι, το εθνικό μας μέσο συναλλαγής βρίσκεται πλέον στο έλεος των δανειοδοτικών συναλλαγών των τραπεζών, οι οποίες δε δανείζουν χρήματα, αλλά υποσχέσεις παροχής χρημάτων που δεν διαθέτουν" | "Thus, our national circulating medium is now at the mercy of loan transactions of banks, which lend, not money, but promises to supply money they do not possess." -Irving Fisher economist and author |
"Όλοι καταλαβαίνουν ότι οι τράπεζες δεν δανείζουν χρήματα. | Banks can create as much money as we can borrow. "Everyone sub-consciously knows banks do not lend money. |
'Ολοι συμπαθούν τους αστείους, μα δεν τους δανείζουν λεφτά. | Money is to pass. Be quiet, fine and serious. Everybody likes a kidder but nobody lends them money. |
-Εξαρτάται αν δανείζουν ή δανείζονται | Depending on whether they lend money or borrow it. |
'Οχι, δάνεισα το αμάξι στο φίλο μου το Μatt, και άργησε λίγο να έρθει. | No, I lent my car to my buddy Matt, and he was a little late coming home. |
- Άκου, του δάνεισα το σπαθί μου. | - Listen, I lent him my sword. |
- Όχι, της δάνεισα τους δίσκους... απ΄το αρχείο μου στ' αυτοκίνητο. | - No, I lent- - I lent her records - from the trunk of my car. |
- Αμάν, τη δάνεισα στον 'ντρε. | Oh, you know what? I lent it to Andre. |
- Γιατί; Εσύ του το δάνεισες. | You lent it to him. |
- Το βραχιόλι που μου δάνεισες στο 'σπεν; | - The bracelet you lent me in aspen |
-Μου δάνεισες ένα μολύβι. | - You lent me a pencil. |
-Μου δάνεισες τη φωτογραφική σου. | - You lent me your little camera, didn't ya? |
"Ο έμπορος του δάνεισε το άλογό του, και ο υπηρέτης το καβάλησε, | "The merchant lent him his horse, and the servant mounted it, |
- O κύριος Tρότερ μού το δάνεισε. | - Mr. Trotter lent me the book. |
- Γιατί να πω ότι τα δάνεισε σε μένα | - Nobody. - Why should I say he lent them to me? |
- Δεν έχει σχέση. - Προφανώς, ο Τάιλερ δάνεισε... την ταυτότητά του στον φιλαράκο του, έναν άστεγο πήγαινε στο Ρίνο. | Apparently, Tyler lent his I.D. to a buddy of his, a homeless guy who was heading up to Reno. |
800 για την προκαταβολή και 2000 που δανείσαμε στο θείο Σαντού, γιατί δεν ξέραμε ότι θα ερχόσουν και 500 που έστειλα για σένα στο νοσοκομείο. | 800 on the deposit, 2000 we lent uncle Sandu for the hospital, 'cause we didn't know you'd come... and 500 I sent for you to the hospital. |
Σας την δανείσαμε, παιδιά και εσείς την χάσατε. | We lent it to you fellows, and you lost it. |
Σου δανείσαμε ένα σεβαστό ποσό, αρκετές χιλιάδες δολλάρια. | We've lent you a considerable sum, many thousands of dollars. |
Σύνολο, 10 χιλιάδες. Παίρνουμε τις δύο που σου δανείσαμε, σου δίνουμε το καθαρό κέρδος. | All right, so it's ten grand total, take back the two we lent you, give you the white meat. |
Α, ώστε 50.000 μου δανείσατε; - Ε, ναι! 50.000! | You only lent me 50,000? |
Εσείς του δανείσατε το κουστούμι; | You lent him that suit? |
Μετά, θα σας επιστρέψω, δεν το έχω ξεχάσει, τις 100.000 λιρέτες που μου δανείσατε! | Then I'll pay you back the 100,000 lire you lent me. |
-Σου δάνεισαν και το γιωτ; -Ρωτήστε τον πιλότο. | Like the lent you their boat? |
Αλλά οι παραγωγοί του Μποντ συνέχισαν να πιέζουν την Aston, οι οποίοι, στο τέλος, ακόμα με απολύτως καμία ιδέα για το τι ήταν έτοιμοι να κάνουν, με δυσφορία τους δάνεισαν ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο παραγωγής. | But the Bond producers kept plugging away at Aston, who, in the end, still with absolutely no idea of what they were letting themselves in for, begrudgingly lent them a second-hand development car. |
Αυτοί οι τύποι δάνεισαν το αμάξι τους. | These people lent them their van. |
Αυτό είπα κι εγώ. Αλλά ο Λούνα είπε, ότι ο Περούτσο δεν εξυπηρετήθηκε από τις τράπεζες. Αλλά και ότι δε μπορεί να πει τα ονόματα των προσώπων που του δάνεισαν τα λεφτά. | That's what I say, but Luna says he didn't go to a bank but can't say who lent him the money. |
Αυτό που θέλω να μάθω είναι, αυτά τα παιδιά που δάνειζαν τα DVD ποια ήταν και από πού τα έβρισκαν. | But what I really want to know is, those lads who were lending the DVDs, who were they and where were they getting their DVDs from? |
"Φίλοι, Ρωμαίοι, συμπατριώτες, δανείστε μου τα αυτιά σας" | "Friends, Romans, countrymen, lend me your ears" |
Δεν σας ζητώ να με ακολουθήσετε, αλλά απλώς... δανείστε μου τη δύναμη σας. | I'm not asking you to follow me, but just... lend me your strength. |
Είναι σαν την περασμένη εβδομάδα, που είπες "δανείστε μου τα αυτιά σας " | It's like last week when you said "lend me your ears" and they were like "Apa?" |
Τουλάχιστον, δανείστε μου ένα μπουφάν! Ή λίγα τρόφιμα! | Well, at least lend me a jacket! |
Έφτιαξα την περιουσία μου δανείζοντας χρήματα σε ανθρώπους για αγορές σπιτιών και επιχειρήσεων, Και δάνειζα μόνο όσους ήμουν σίγουρος ότι μπορούσαν να με ξεπληρώσουν. | I made my fortune lending people money to buy houses and build businesses, and I only loaned to those people I was confident could repay me. |
Αν ελευθερωνόμασταν κάποτε από την υπάρχουσα κατάσταση, θα φανταζόμασταν το τραπεζικό σύστημα ως μια αφιλοκερδής υπηρεσία προς την κοινωνία, μοιράζοντας τα κέρδη από τους τόκους στους πολίτες ως μέρισμα, ή δανείζοντας άτοκα. | If we were ever able to free ourselves of the current situation, we could imagine banking run as a non-profit service to society, disbursing its interest earnings as a universal citizen dividend, or lending without charging interest at all. |
δανείζοντας απλές φιγούρες σε μια οθόνη. | for lending nearly figures on a screen. |
'Ηρθε 4 ώρες αργότερα με τρεις δικηγόρους... κι ισχυρίστηκε πως είχε δανείσει το αμάξι στην κοπέλα. | Well, he did come down four hours later with three attorneys in tow and a story about how Drake lent the girl the car |
- Αλλά ήρθατε στο σπίτι. Α, ναι, απλά για να δώσω στο John ένα βιβλίο που μου'χε δανείσει. | Uh, yeah, just to give John a book hed lent me. |
- Μου είχατε δανείσει κάποια λεφτά. Λυπάμαι που δεν σας τα επέστρεψα νωρίτερα, αλλά η αλήθεια είναι πως το είχα ξεχάσει. | Well, you lent me some money when I was first came here and I'm sorry I haven't paid it back before now but the truth is I'm afraid I forgot. |
- Μου το είχες δανείσει κάποτε. | You lent it to me in, like, tenth grade. |