- Και έχω αυτήν την τάση να δαγκώνω όταν... | - And I have this tendency to bite down... |
-Μου άρεσε να τη δαγκώνω. | I used to like to bite on it. |
Όταν δαγκώνω μπριζόλα, μου αρέσει να δαγκώνω εμένα. | When I bite a steak, I like it to bite back at me. |
Ότι μου αρέσει να δαγκώνω τα κεφάλια από τα κοτόπουλα; | I like to bite the heads off chickens? |
Δε δαγκώνω, γιατρέ.... | I'm not going to bite you, Doctor... |
- Δε δαγκώνεις το χέρι που σε ταίζει. | You don't bite the hand that feeds you. I know that's right. |
- Δεν δαγκώνεις το χέρι που... | You don't bite the hand... |
- Κάθε φορά που έχεις άσχημο φύλο, δαγκώνεις το κάτω χείλος σου. | Every time you get a bad hand, you bite your lower lip. |
- Με δαγκώνεις, στο ανταποδίδω. | Hear me, Wiggum, you bite me, I'll bite back. |
- Μη δαγκώνεις περισσότερο απ'όσο μασάς. | Don't bite off more than you can chew. |
" ...μην το κάνεις αυτό γιατί δαγκώνει αν ξυπνήσετε... " | ? on't do this ? os it bites if you wake it up? |
"σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει". | ""A barking dog never bites". Isn't that right? |
'Όποιος κι αν είσαι, έχω ένα μεγάλο σκύλο που δαγκώνει! | Whoever you are ... I have a big dog with me and he bites! |
- "Σκυλί που γαυγίζει δεν δαγκώνει." | - Yes. "A barking dog never bites." |
- Αυτό το μέρος δαγκώνει. | This place bites. |
"Όχι, γιατί μας αρέσει να δαγκώνουμε τις ουρές των άλλων. | "No, it's because we like to bite each other's tails. |
- Ελάτε, δε δαγκώνουμε. | Come on, we won't bite. |
- Κάθησε, δεν δαγκώνουμε. | Sit down. Here. We don't bite. |
-Δεν δαγκώνουμε! | -We don't bite! |
-ότι... δαγκώνουμε. | -you know? We bite. |
Όταν τη δαγκώνετε, ίσα ίσα που κρατάει. | It resists just enough when you bite in. |
Αρχάριοι , μην δαγκώνετε περισσότερο από ότι μπορείτε να μασήσετε. | Beginners, don't bite off more than you can chew. |
Δεν πρέπει να δαγκώνετε τον κόσμο Ρόζυ Γου. | You mustn't bite people, Rosie Wu. |
Κι όταν θα φεύγετε θα πάρετε από ένα κομμάτι πορτοκαλόξυλου για να έχετε να δαγκώνετε όταν θα γενάτε. | And upon leaving, you will each receive a piece of orangewood to bite down on during childbirth. |
Μη δαγκώνετε! | Don't bite! |
"και τον δάγκωσα. | "and I bit him. |
'Ηταν να βγω στις 30 μέρες, αλλά δάγκωσα έναν τύπο. | I was supposed to get one at 30, but I bit a guy. |
- Όχι! Όχι, μόνο δάγκωσα λίγο και... Τρελάθηκαν. | I just bit one of 'em, that's all, and... they went crazy. |
- Δεν τη δάγκωσα. | - I didn't bite her. |
- Δεν τον δάγκωσα. | - I never bit him. |
"Αδερφή μου, αυτή τη φορά μου δάγκωσες το αριστερό πόδι μου." | "Sister, this time you bit off my left foot." |
- Mε δάγκωσες! | You bit me! |
- Γιατί δάγκωσες τη συνάδελφο; | - Why'd you bite my partner? |
- Γιατί με δάγκωσες; | - Why'd you bite me? |
- Γιατί την δάγκωσες; | Why did you bite her? |
"Άλεξ, δάγκωσε με." | Uh, Alex, bite me. |
"Δεκάδες redskins δάγκωσε τη σκόvη | "Scores of redskins bit the dust. |
"Είμαι καλός άνθρωπος Γι' αυτό δάγκωσε τον πρόστυχο κώλο. " | "I'm a nice person and you can bite my pale, unrefined ass." |
"Εθίστικε αφού δάγκωσε ένα μεγάλο κομμάτι σάρκας - της 9χρονης αδερφής του." - Το όνομα. | "admitted after biting A large piece of flesh out of his 9- month-old sister. " A name. |
"Η μάρτυς υποστήριξε πως το ρακούν της υπόπτου, έκλεψε τα σκουλαρίκια της την δάγκωσε στον αστράγαλο και τα έκανε στο πορτοφόλι της". | "Witness claimed the suspect's raccoon "stole her earrings, bit her ankle, and made bathroom in her pocketbook." |
Γιατί αυτό το βλαμμένο που δαγκώσαμε το άξιζε και με το παραπάνω. | Because the stupid kid we bit... |
Ναπολέων, σήμερα δαγκώσαμε έξι ρόδες. | Oh, Napoleon, we done bit six tires today. |
- Αφού δαγκώσατε τη σφαίρα! | - But you bit on lead. |
Γιατί τον δαγκώσατε? | Why did you keep biting him? |
Είπαν ότι αφότου τον δαγκώσατε,αιμοραγούσε | They said that after you bit him, he was bleeding. |
Με δαγκώσατε ρε σεις... | I've been bit, y'all. Dag. |
Τη δαγκώσατε λες και ήταν ζώο. | You bit her like an animal. |
'ν τα βαμπίρ τον δάγκωσαν, θα είχε μεταλλαχθεί πολύ καιρό πριν. | If all the vampires bit him on his trip he'd have mutated long ago. |
- Tην δάγκωσαν; | - Has she been bitten? |
- Άντι, σε δάγκωσαν. | - Andy, you were bitten. |
- Αν σε δάγκωσαν επιστρέφεις. | When you're bitten, you come back. |
- Είναι αφτί; - Ο Τσεν λέει ότι το δάγκωσαν. | Chen says it was bitten off. |
Αμφέβαλλα πολύ. Έλεγα μήπως "δάγκωνα περισσότερο, απ' ότι μπορούσα να μασήσω". | Maybe I was biting off more than I could chew. |
Το δάγκωνα γιατί ανυπομονούσα να σας δω. | Well, I was biting it, cause I was excited to see you. |
Δεν φαινόσουν τόσο ντροπαλός όταν με δάγκωνες. | You didn't seem so shy when you were biting me. |
"Ο γιός μου δάγκωνε γι' αυτό έβαλα έναν ξένο να του φωνάξει". | Uh, "my son was biting, so I got a stranger to yell at him. |
Tην κλωτσoύσε και την δάγκωνε. | He was biting and kicking on it. |
Έδιωξα το λιοντάρι που τον δάγκωνε. | I removed the lion that was biting him. |
Δεν είναι μολυσμένος. - Σε δάγκωνε, νόμιζα. | But l thought he was biting you. |
Και δάγκωνε επίσης. | And he was biting. |
Είχαν κυνόδοντες, δάγκωναν ανθρώπους. | They hadfangs, they were biting people. |
Με δάγκωναν σε όλο το νούμερο κι έπρεπε να χαμογελάω... και να παριστάνω πως ήταν μέρος τού νούμερου. | They were biting me during the entire performance, and I had to just smile and act like it was part of the act. |
Της δάγκωναν το πρόσωπο... | I don't understand. They were biting her face off. |
Αν το χρειαστείτε, απλώς δαγκώστε το. | If ever you need it, bite on it. |
Μέχρι το θάνατο - κουρσέψτε, πυροβολήστε, δαγκώστε με τα δόντια. | Stand to the death - hack, shoot, bite with your teeth. |
Πετάξτε του τα μυαλά έξω, δαγκώστε τη φλέβα του λαιμού του. | Knock his brains out, bite his jugular vein. |
Τα σκυλιά δαγκώστε. | Dogs, bite but don't chew. And, rats... |
-Κοίτα, αν το κανίς σου είναι τόσο αριστοκρατικό πώς και τριγυρίζει δαγκώνοντας ένα καλό σκυλάκι. | How really fascinating. f your poodle is so classy... how come she doesn't know better than to go around biting a nice little dog? |
Όπως εκείνο που έχει μία ιεροτελεστία ζευγαρώματος, που ξεκινάει με το θηλυκό να κόβει δαγκώνοντας του αρσενικού το ...Κεφάλι; | As in the one that has a mating ritual which begins With the female biting off the male's Head? |
Όταν επιτίθεται ένας μεγάλος Λευκός, αιφνιδιάζεις τη λεία του και επιτίθεται δαγκώνοντας με την κάτω γνάθο και μετά με την άνω. | When a great white shark attacks, it ambushes its prey and attacks it by biting with the lowerjaw and then the upper. |
Δεν περιφέρεται τριγύρω δαγκώνοντας τους άστεγους. | He doesn't go around biting tramps. |
Είμαι σίγουρη πως κάθεσαι εκεί, με σταυρωμένα τα χέρια, στριφογυρίζοντας τα μαλλιά σου, δαγκώνοντας τα χείλη σου, χωρίς να θες να το πιστέψεις, αλλά... είμαι εσύ. | I'm sure you're sitting there, arms folded, twirling your hair, biting your lip, not wanting to believe this, but... I'm you. |
'παξ και σε δαγκώσει, σε παρακολουθεί για ώρες, μέρες, περιμένοντας να φάνε οι τοξίνες το νευρικό σου σύστημα. μέχρι να μείνεις τελείως αβοήθητη, και τότε θα σε κατασπαράξει ζωντανή. | After one has bitten you, it will track you for hours, days just waiting for the toxins to slowly eat away at your nervous system till you're good and helpless, then it will devour you alive. |
- Όχι. Πρέπει να σε δαγκώσει κάτι. | You gotta be bitten by something. |
- Δεν θέλω να με δαγκώσει. | I don't want to get bitten. |
- Καλύτερα από το να σε δαγκώσει κανένας Ες Ες. - Χα χα χα! | - Better than being bitten by the S.S. |
- Κρυώνεις; - Όχι, αλλά με έχουν δαγκώσει. | - No, but I've been bitten. |