Συμπέρασμα, πας νωρίς σε ένα πάρτι, γίνεσαι καλός φίλος. | Ergo de facto, go to a party early become a really good friend. |
Έτσι κι αλλιώς γίνεσαι η "κυρία του σπιτιού" στο τέλος. | Besides, you'll become the house madam in the end. |
- Α, όχι. Όταν προέρχεσαι από φτωχή χώρα, δεν γίνεσαι πρέσβης. | When you come from a poor country, you don't become an ambassador. |
Το έδαφος γίνεται στερεό όταν η λάβα ψύχεται σε σκληρό βράχο. | The ground becomes solid when the lava cools into hard rock. |
Περπατήστε,ομιλία,φαγητό,ποτό,σκεφτείτεσανπρωταθλητές, γινόμαστε ασταμάτητη | Walk, talk, eat, drink, think like champions, we become unstoppable. |
Κάθε μέρα, γινόμαστε μάρτυρες του μαρτυρίου που λαμβάνει χώρα, έξω από αυτή. | Every day we become more aware of all the suffering outside. |
"Γιε μου, έρχεται η ώρα που όλοι γινόμαστε άντρες". | "Now, son, there's a time when we all become men," |
Κυριολεκτικά γινόμαστε αυτό που κάνουμε... όχι αυτό που είχαμε κάνει ή σκοπεύουμε να κάνουμε. | We literally become what we do, Not what we've done or what we will do. |
Όσο λιγότερο σκεφτόμαστε τον πόλεμο, τόσο λιγότερο θα το αμφισβητούμε, τόσο πιο συμβατοί γινόμαστε. | The less we think about war, the less we question it, the more compliant we become. |
Οι απουσίες του γίνονται σπάνιες... και η παρουσία του πιο έντονη. | But he comes back. Gradually his absence becomes more rare, his presence more constant |
Και όταν αυτοί οι αριθμοί γίνονται ασύλληπτα τεράστιοι, όπως έγιναν πριν 2 χρόνια... έπρεπε να τα πάρουμε από την άλλη. | And when those numbers become too vast to comprehend, as they did two years ago, we had to turn it around |
Επειδή τα θύματα γίνονται οι δράστες. | Because the victims become the culprits. |
- Και τώρα γίνονται μαχητικοί. | And now they have become militant. |
Όχι ακόμη, αλλά πιστεύω ότι θα γίνει. | Not as yet, Grossmith. But I have every confidence that it will become one. |
Με βάση την παράγραφο 4 του νομικού κώδικα, όλοι οι υποκινητές της εξέγερσης θα γίνουν αυτοκρατορικοί στρατιώτες και θα ορκιστούν πίστη στον αυτοκράτορα. | Based on section 4 of the legal code, all accomplices of the riot will become Imperial soldiers and swear allegiance to the Emperor |
Ο μόνος λόγος που έγινα αστυνομικός, ήταν για να ξεχωρίζω σωστό και λάθος. | You know, the only reason I became a cop was so I could tell right from wrong. |
Έβαλα στην άκρη τις δυνάμεις μου και έγινα σύζυγός της. | I put aside my powers and became her husband. |
Έτσι έγινα βασίλισσα. | That's how I became queen. |
Γι' αυτό έγινα πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών. | For this reason, I became a citizen of the United States. |
Με μια μόνο λέξη, έγινα τόσο ευαίσθητος. | With only one word, I've became so sensitive |
Μόλις έγινες το νέο μου πρότζεκτ. | You just became my next project. |
Εννοώ, ό,τι και να σου συνέβη σε εκείνο το νησί, ή όποιος και να έγινες, είναι τα μυστικά που κράτησες για τη δική μου ζωή. | I mean, no matter what happened to you on that island, or who you became, it's the secrets you kept about my own life. |
Το ότι έγινες σοφέρ για να 'χεις χρόνο να διαβάζεις. | That you became a chauffeur because you wanted to have time to read. |
Ωρίμασες όταν έγινες βρικόλακας. | You grew into yourself when you became a vampire. |
Τότε ήταν που τελικά έγινες όμορφη. | That was when you finally became pretty. |
Πες του να εύχεται στο Θεό να μην θέλει η Αμάντα Τάνερ να δημοσιοποιήσει την ιστορία της, γιατί μόλις έγινε πελάτης μου. | You tell him that he better hope to God Amanda Tanner doesn't want to come forward with her story, because she just became my client. |
Μόλις μου είπες πως έχουμε σταθερή προέλευση, δηλαδή το λάπτοπ, η δουλειά μου έγινε τρομερά πιο εύκολη. | Once you told me we had a fixed emanation point; the laptop-- my job became exponentially easier. |
Αυτή είναι η ιστορία για το πως εγώ και η Ζόι γίναμε φίλοι. | And that's the story of how Zoey and I became friends. |
Και μετά γίναμε οι καλύτεροι φίλοι. | You became friends for life. |
Μετά φυσικά γίναμε επαγγελματίες. | Then of course, we became salarymen. |
Ίσως και γι' αυτό γίναμε καλές φιλες. | Maybe that's why we became good friends. |
Τελικά γίναμε φίλοι, αλλά ήταν τότε που η μητέρα μου μου έμαθε να μην κοροϊδεύω κανέναν μόνο και μόνο επειδή διαφέρει από εμένα. - Ευχαριστώ. | We eventually became friends, but then, uh, that was because my mother taught me I shouldn't ridicule anybone simply because they're different than me. |
Τώρα όπου και να είσαι, γίνε ένα τέρας! | So wherever you are become a beast! |
Μην είσαι ο κυνηγημένος, γίνε ο κυνηγός. | If you want to cease being hunted... you must become the hunter. |