Μ ' αρέσει να ψέλνω κι είναι πολύ ωραία εκεί. | I like to sing, and it's so nice there. |
Μόλις ξεκινήσω να ψέλνω, κανείς δεν πρέπει να μπει στην σκηνή. | Once I begin to sing, no one must enter the tent. |
Ξέρεις να ψέλνεις; | Can you sing? -Certainly not. |
Σε κάνει να ψέλνεις ύμνους, ενώ βλέπεις ταινία τρόμου. | It'll make you sing hymns, while watching a slasher film. |
Τα γράμματα είναι ηλεκτρικά και λάμπουν έτσι που μπορείς να ψέλνεις στο σκοτάδι. | The letters are electric and shine so that you can sing in the dark. |
Τι είναι αυτό που πας στην εκκλησία και ψέλνεις ύμνους; | What is going to church and singing hymns? |
Όταν ψέλνει στη συναγωγή σταματούν ακόμα και τα πουλιά για να τον ακούσουν! | When he sings in synagogue even the birds stop to listen! |
Αν κάποιο άλλο μέλος της συναγωγής δεν ακολουθεί τη συμβουλή του ή ψέλνει διαφορετικά ο Ελίσα δεν του τη χαρίζει. | If a congregant doesn't follow his advice, or sings differently, Elisha... doesn't spare the rod. |
Κοίτα, οι γονείς μου πιστεύουν ότι ο Λάκι είναι άγιος επειδή ψέλνει ύμνους με τα μάτια κλειστά και επειδή βοήθησε τον μπαμπά να αλλάξει ένα κλιματιστικό. | Look, my parents think Lucky's a saint because he sings hymns with his eyes closed and he helped my dad move an air conditioner. |
Ο Ζαγκούρι είναι άσχετος. Έρχεται στη συναγωγή δυο φορές τον χρόνο και θέλει να μας δείχνει πώς να ψέλνουμε! | Zagouri is ignorant, he comes to synagogue twice a year, and wants to teach us how to sing a verse! |
Του έγραψα: "Εμείς ψέλνουμε ύμνους στην Εκκλησία μας". | I said, 'We sing hymns at our church'. |
Θα μπορούσατε να ψέλνετε στη λειτουργία. | You could sing mass. |
Και οι δύο φιλάτε το ίδιο τραβάτε όπλο το ίδιο, και κάνετε τα ίδια λάθη, όταν ψέλνετε. | You both kiss the same way, you both draw your guns the same way and sing the wrong words to 'Amazing Grace.' |
Κωπηλατείτε και ψέλνετε | Row and sing. |
Άγγελοι ψέλνουν στην καρδιά μου. | Angels are singing in my heart. |
Έχουν κάτι καλόγριες που ψέλνουν πίσω από ένα τοίχο. | They've got these nuns who sing behind a wall. |
Όταν λες το όνομά μου, είναι σαν να ψέλνουν χιλιάδες άγγελοι. | When you say my name, it's like a thousand angels singing. |
Είδαν αγγέλους, φίδια με γένια, ποντικούς να ψέλνουν! | Some have seen angels with the swords bearded snakes, rats singing Hail Marys. |
και οι άγγελοι έψαλαν "Αλληλούια" | And the heavenly hosts sang, "Hallelujah. " |
Με μπέρδευε αγόραζε ένα καινούριο σακάκι και την ίδια στιγμή το παρατούσε για ένα παλιό και κουρελιασμένο ή θα έμενε ξύπνιος όλη την νύχτα ψέλνοντας ύμνους ή απλά θα περπατούσε όλη νύχτα χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί. | He would confound me. Buy a new jacket and then immediately part with it for an old and tattered one. Or lie awake at night singing psalms and hymns, or simply walk about in the middle of the night unable to sleep. |
Μεγάλωσα ψέλνοντας ωραίες ψαλμωδίες, σε μια μικρή χορωδία της εκκλησίας αλλά είδα ότι ο κόσμος ζαρώνει μπρος στον Παντοδύναμό σου, μόνο από φόβο. | I was fond of a good psalm singing in a little church choir, but I saw that the world cringed before your Almighty only through fear. |